ἑψία
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
[ῐ], Ion. ἑψίη, ἡ, amusement, S.Fr.3; plaything, Nic.Th.880: pl., ἔψια, τά, EM406.8; ἕψεια, Hsch. (Etym. uncertain: derived by Hsch. from ἕπρμαι, by EM from ἔπος. The connection with Lat. jocus is doubtful.)
German (Pape)
[Seite 1132] ἡ, ion. ἑψίη, auch ἑψιά u. nach den alten Grammatikern ἐψία geschrieben,.Soph. frg. 4; bei Hesych., der es von ἕπομαι ableitet, ὁμιλία erkl. Bei Nic. Al. 880, σπέρμ' ὀλοὸν κνίδης, ἥθ' ἑψίη ἔπλετο κούροις, ist es = Scherz, Spiel.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 entretien familier;
2 amusement, badinage.
Étymologie: cf. ἔπος.
Russian (Dvoretsky)
ἑψία: ἡ досл. игра в камешки, перен. забава, развлечение Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἑψία: Ἰων. ἑψίη, ἡ, (ψῐά, ψειὰ) παιγνίδιον ὅπερ ἐπαίζετο διὰ ψηφιδίων: καθόλου, παιδιά, παιγνίδιον, Νικ. Θ. 880· «ἑψία· γέλως, παιδιά, χλεύη, ἔφοδος· ἀπὸ τοῦ ἕπεσθαι. ὁμιλία. Σοφοκλῆς Ἀθάμαντι δευτέρῳ (Ἀποσπ. Σοφ. 4.) «Ἡσύχ. Ὑπάρχει πληθ. τύπος ἔψια ἢ ἕψια, τά, ἐν Ἐτυμολ. Μ. 406. 8, ἑρμηνευόμενα: «τὰ ἀπὸ λόγων παίγνια», παρὰ δὲ Ἡσυχ. «ἕψεια· παίγνια».
Greek Monolingual
(I)
ἑψία, ἡ (Μ) ἕψω
μαγείρεμα, βράσιμο, ψήσιμο.
(II)
ἑψία και ιων. τ. ἑψίη, ἡ (Α)
1. παιχνίδι που παιζόταν με ψηφίδες, με πετραδάκια
2. γεν. παιχνίδι, παιδιά, ψυχαγωγία, διασκέδαση
3. (στο Μέγα Ετυμολογικόν υπάρχει και ο πληθ.) τὰ ἔψια
«τὰ ἀπὸ τῶν λόγων παίγνια»
4. (στον Ησύχ.) «ἕψεια
παίγνια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. του ἑψιῶμαι].
Greek Monotonic
ἑψία: Ιων. -ίη, ἡ, παιχνίδι που παιζόταν με χαλίκια, πετραδάκια.
Frisk Etymological English
-ίη
Grammatical information: f.
Meaning: joy, play (S. Fr. 3, Nic. Th. 880);
Other forms: Also ἀψίαι ἑορταί. Λάκωνες H.; ψιά H., ψιάδδειν = παίζειν (Ar.). Perhaps ψίνθος τέρψις H.
Compounds: as 2. member in φιλ-έψιος (Com.), ὁμ-έψιος (AP ). Also n. pl. ἕψεια παίγνια H., ἕψια (EM). Postverbal from ἑψιάομαι, -άσασθαι, also with ἀφ-, ἐφ-, καθ-, (en)joy, play (Od.; cf. Wackernagel Unt. 46f.).
Derivatives: Also, through loss of the anlauting vowel (Strömberg Wortstudien 45), ψιάδδειν = παίζειν (Ar. Lys. 1302 [lyr.], H.), ψιά χαρά, γελοίασμα, παίγνια H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like the "verbs of disease" in -ιάω (Schwyzer 732); further unclear. Obsolete hypotheses in Bq. - Note the variations: ἐ-, ἑ- ἀ, stress on first or second syllable and ψιά H., ψιάδδειν; the word will be Pre-Greek (Fur. 139, 352, 376). - Meier-Brügger, MSS 50 (1989) assumes a noun *sengʷʰ-ti- singing, with *῎῎ἔψις from *εμψις; one asks why *ἕμψις was not retained; it does not explain the variations; also there is no reason to assume that the word primarily referred to music.
Middle Liddell
ἑψία, ἡ,
a game played with pebbles.
Frisk Etymology German
ἑψία: -ίη
{hepsía}
Grammar: f.
Meaning: Vergnügung, Spiel (S. Fr. 3, Nik. Th. 880);
Composita: als Hinterglied in φιλέψιος (Kom.), ὁμέψιος (AP u. a.). Auch n. pl. ἕψεια· παίγνια H., ἕψια (EM). Postverbal von ἑψιάομαι, -άσασθαι, auch mit ἀφ-, ἐφ-, καθ-, sich vergnügen, spielen (ep. seit Od.; vgl. Wackernagel Unt. 46f.).
Derivative: Daneben, wahrscheinlich durch Wegfall des anlautenden Vokals (Strömberg Wortstudien 45), ψιάδδειν = παίζειν (Ar. Lys. 1302 [lyr.], H.), ψιά· χαρά, γελοίασμα, παίγνια H.
Etymology: Bildung wie die "Krankheitsverba" auf -ιάω (Schwyzer 732); sonst dunkel. Veraltete Hypothesen sind bei Bq notiert.
Page 1,604