Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἱππήλατος

From LSJ
Revision as of 16:46, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππήλᾰτος Medium diacritics: ἱππήλατος Low diacritics: ιππήλατος Capitals: ΙΠΠΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: hippḗlatos Transliteration B: hippēlatos Transliteration C: ippilatos Beta Code: i(pph/latos

English (LSJ)

ον, fit for horsemanship or fit for driving, νῆσος Od.4.607; γαῖα 13.242; ὁδὸς ἱππήλατος = chariot-road, Luc.Rh.Pr.3, Poll.9.37; ἱππήλατον οἶδμα Nonn.D.20.157; θάλασσα Agath.4.29, cf. 5.11; ἱ. ἔργον Ἀθήνης, i.e. the Trojan horse, Tryph.2; τὸ δι' ἡδονῆς καθάπερ ἱ. τι χωρίον Porph.Marc.6.

German (Pape)

[Seite 1258] = ἱππηλάσιος, z. B. νῆσος, worauf man fahren od. reiten kann, Od. 4, 607. 13, 242; Sp., ὁδός, Fahrweg, Luc. praec. rhet. 3. – Aber ἔργον ἱππ. nennt Tryph. 2 das trojanische Pferd.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
]praticable pour les chevaux.
Étymologie: ἵππος, ἐλαύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἱππήλᾰτος: Hom., Luc. = ἱππηλάσιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππήλᾰτος: -ον, (ἐλαύνω) ἁρμόδιος πρὸς ἱππασίαν ἢ ἁρματηλασίαν (ὡς τὸ παρὰ πεζογράφοις ἱππάσιμος), οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ’ εὐλείμων Ὀδ. Δ. 607· γαῖα Ν. 242· ὡσαύτως, ὁδὸς ἱππ., ὁδὸς ἁμαξιτός, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 3, Πολυδ. Θ΄, 37· οὕτως, ἱππ. οἶδμα Νόνν. Δ. 20. 157· - ἱππ. ἔργον Ἀθήνης, δηλ. ὁ Δούρειος ἵππος, Τρυφιόδ. 2.

English (Autenrieth)

passable with chariots, adapted to driving horses. (Od.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἱππήλατος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που σύρεται από άλογα («ιππήλατα λεωφορεία»)
αρχ.
1. αυτός που διατρέχεται από άλογα, κατάλληλος για ιππασία ή αρματοδρομίαἱππήλατος ὁδός» — αμαξιτός δρόμος, Λουκιαν.)
2. εύκολος, ευχερής
3. εύκολα προσιτός («τὴν καρδίαν ἱππήλατον τοῖς ἀκαθάρτοις πνεύμασιν», Κύριλλ.)
3. φρ. «ἱππήλατον ἔργον Ἀθήνης» — ο Δούρειος ίππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. θεήλατος, ονήλατος. Το -η- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει].

Greek Monotonic

ἱππήλᾰτος: -ον (ἐλαύνω), κατάλληλος για ιππασία ή αρματηλασία, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἱππ-ήλᾰτος, ον ἐλαύνω
fit for horsemanship or driving, of countries, Od.