ἐνδελεχής

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδελεχής Medium diacritics: ἐνδελεχής Low diacritics: ενδελεχής Capitals: ΕΝΔΕΛΕΧΗΣ
Transliteration A: endelechḗs Transliteration B: endelechēs Transliteration C: endelechis Beta Code: e)ndelexh/s

English (LSJ)

ές, (v. δολιχός) continuous, perpetual, μνήμη Pl.Lg.718a; λειτουργία Isoc.15.156 (Sup.); πῦρ LXX 1 Es.6.24; θυσίαι Ph.2.569, 587; πόλεμος Plu.Per.19; of persons, plodding, persevering, φροντισταὶ σύντονοι καὶ ἐνδελεχείς Phld. Oec.p.52 J., cf. Plu.Mar.13; τὸ περὶ τοὺς πόνους ἐνδελεχές perseverance, ib.6. Adv. ἐνδελεχῶς = continuously, ceaselessly Critias 19.5, Pl.R.539d, al., Diod.Com.1, Men.521, IG22.1028.33, LXXEx.29.38, Plu.Fab.19, etc.--Freq. confused with ἐντελεχής in codd., as Ph. l.c.

Spanish (DGE)

-ές
• Grafía: graf. ἐντ- Ph.2.569
I 1perpetuo, constante, ininterrumpido μνήμη Pl.Lg.717d, λειτουργία la carga perpetua la de crear y mantener una familia, Isoc.15.156, cf. Arist.GC 336b32, πῦρ LXX 1Es.6.23, πόλεμος Plu.Per.19, cf. 2.87d, βήξ Plu.2.461b, σπουδή D.C.53.27.4, θυσίαι Ph.l.c., 1.497, δῶρα Ph.1.532, κίνησις Gal.3.307, ἀποφορτισμός Orib.8.23.1, τοῦτ' ἐνδελεχὲς ἐθέλει γίγνεσθαι esto suele producirse ininterrumpidamente un ciclo hídrico, Arist.Mete.347a5
subst. τὸ ἐνδελεχές = continuidad τῆς μαθήσεως Hieronym.Phil.20, cf. Agatharch.99, D.L.9.87, del agua que fluye, Plu.2.1005e
τὸ μὴ ἐνδελεχές = interrupción del crecimiento de las plantas, Thphr.CP 2.11.11, 5.1.10
neutr. plu. sup. como adv. πολεμίων μὲν γὰρ τῷ χώρῳ ἐνδελεχέστατα ἐφεδρευόντων Agath.2.19.5, cf. Procop.Goth.3.38.21.
2 de pers. perseverante, insistente, tenaz οἱ ὀφθαλμοὶ ἐνδελεχεῖς ἐπὶ τὰς ὁδούς de los ojos de Dios, LXX Si.17.19, φροντισταί Phld.Oec.17.34, cf. Plu.Mar.13
neutr. subst. ἐνδελεχές = perseverancia, tenacidad τὸ περὶ τοὺς πόνους ἐνδελεχές Plu.Mar.6, cf. Demetr.2, ἐν φιλοσοφίᾳ τὸ ἐνδελεχὲς καὶ τὸ συνεχὲς τῆς πορείας Plu.2.76c.
II adv. ἐνδελεχῶς = continua, constante, ininterrumpidamente ὄχλος ἐνδελεχῶς ἀμφιχορεύει Critias Fr.Trag.4.5, μεῖναι ἐνδελεχῶς καὶ συντόνως Pl.R.539d, cf. Lg.905e, κινεῖται ἐνδελεχῶς Arist.Mu.399a33, μεθύειν Crobyl.3, cf. Diod.Com.1, Men.Fr.412.3, X.Cyn.7.2, παρεμπίπτειν Plu.Fab.19, cf. LXX Ex.29.38, Lib.Decl.33.14
insistentemente, con perseverancia ἠλείφοντο ... ἐ. ἐν τοῖς γυμνασίοις IG 22.1028.33 (Atenas II/I a.C.).
• Etimología: Cf. δολιχός.

German (Pape)

[Seite 832] ές, fortdauernd, ununterbrochen; μνήμην ἐνδελεχῆ παρέχεσθαι Plat. Legg. IV, 717 e; Folgde; πόλεμος Plut. Pericl. 19; τὸ περὶ τοὺς πόνους ἐνδελεχές Mar. 6. – Adv. ἐνδελεχῶς, z. B. ῥέειν Plat. Tim. 43 c; μεῖναι ἐνδ. καὶ ξυντόνως μηδὲν ἄλλο πράττοντα Rep. VII, 539 d; πίνειν ἐνδ. τὸ ποτήριον Diod. com. Ath. X, 431 c; oft bei Sp., auch neben ἀεί.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
continu, continuel;
Sp. ἐνδελεχέστατος.
Étymologie: DELG v. δολιχός.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδελεχής: непрерывный, постоянный (μνήμη Plat.; λειτουργία Isocr.; γένεσις Arst.; χρεία, πόλεμος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδελεχής: -ές, (ἴδε δολιχός), διηνεκής, διαρκής, μνήμην ἐνδελεχῆ παρεχόμενον Πλάτ. Νόμ. 717Ε· λειτουργία Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 167· πόλεμος Πλούτ. Περικλ. 19· τὸ ἐνδελεχὲς περί τι, τὸ ἀδιάλειπτον, τὸ συνεχές, τὸ ἀκατάπαυστον, ὁ αὐτ. Μάρ. 16. - Ἐπίρρ. -χῶς, Κριτίας 15.5, Πλάτ. Πολ. 539D, Τίμ. 43D, 58C· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. κωμικ., Διόδ. ἐν «Αὐλητρίδι» 1. Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 4. Κρώβυλος ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2· συχνὰ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις. - Πολλάκις συγχέεται μετὰ τοῦ ἐντελεχής, ὡς ἐν Πλάτ. Νόμ. 905Ε, ἀλλ’ ἴδε ἐντελέχεια.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐνδελεχής, -ές)
1. συνεχόμενος, αδιάλειπτος («διὰ πυρὸς ἐνδελεχοῦς», ΠΔ
2. επίμονος, πολύ προσεκτικόςενδελεχής έρευνα»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδελεχές
ενδελέχεια.

Greek Monotonic

ἐνδελεχής: -ές, συνεχής, ασταμάτητος, διαρκής, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ. -χῶς, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

See also: s. δολιχός.

Middle Liddell

ἐνδελεχής, ές adj
continuous, perpetual, Plat., etc. adv. -χῶς, Plat. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

ἐνδελεχής: {endelekhḗs}
See also: s. δολιχός.
Page 1,511

Mantoulidis Etymological

(=συνεχής, σταθερός). Σύνθετο ἀπό τό ἐν + δολιχός (=μακρύς). Γιά ἄλλα παράγωγα δές στή λέξη δολιχός.