φονεύω

From LSJ
Revision as of 11:10, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φονεύω Medium diacritics: φονεύω Low diacritics: φονεύω Capitals: ΦΟΝΕΥΩ
Transliteration A: phoneúō Transliteration B: phoneuō Transliteration C: foneyo Beta Code: foneu/w

English (LSJ)

A murder, kill, τινα Hdt.1.35, 211, al., A.Th.340 (lyr.), S.OT716, etc.; c. dupl. acc., [φόνον] φ. τινά Sch.E.Hec.335: abs., καὶ τίς φονεύει; S.Ant.1174, cf. El.34:—Pass., to be slain, Pi.P.11.17, E.IA1317 (lyr.), Th.8.95. 2 of an animal, ἐὰν . . ζῷον . . τι φονεύσῃ τινά Pl.Lg.873e. 3 stain with blood, φασγάνῳ δέρην E.IA875 (troch.).

German (Pape)

[Seite 1298] morden, tödten, umbringen, τινά, von Her. an sehr häufig. – Pass., Pind. P. 11, 17, Aesch. Spt. 323, Soph. oft u. Eur.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐφόνευσα, etc.
tuer.
Étymologie: φονεύς.

Russian (Dvoretsky)

φονεύω: убивать, умерщвлять (τινά Pind., Her., Trag., Plat.): τίς φονεύει; Soph. кто убийца?; δίκαι τῶν φονευσάντων πάρα Soph. возмездие убийцам.

Greek (Liddell-Scott)

φονεύω: μέλλ. -σω, ὡς καὶ νῦν, ἀποκτείνω, «σκοτώνω», τινὰ Ἡρόδ. 1. 35. 211, κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Θήβ. 341, Σοφ., κλπ.· μετὰ διπλῆς αἰτ., φόνον φ. τινὰ Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 335· ― ἀπολ., καὶ τίς φονεύει; Σοφ. Ἀντ. 1173, πρβλ. Ἠλ. 34. ― Παθ., φονεύομαι, «σκοτώνομαι», Πινδ. Π. 11. 25, Εὐρ. Ι. Α. 1317, Θουκ. 8. 95. 2) ἐπὶ ζῴων, ἐὰν ζῷον... τι φονεύῃ τινὰ Πλάτ. Νόμ. 873Ε.

English (Slater)

φονεύω murder Ὀρέστα· τὸν δὴ φονευομένου πατρὸς Ἀρσινόα Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἄνελε (P. 11.17)

English (Strong)

from φονεύς; to be a murderer (of): kill, do murder, slay.

English (Thayer)

future φονεύσω; 1st aorist ἐφόνευσα; (φονεύς); from (Pindar, Aeschylus), Herodotus down; the Sept. mostly for רָצֵח, also for הָרַג, הִכָּה, etc.; to kill, slay, murder; absolutely, to commit murder (A. V. kill): οὐ (which see 6) φονεύσεις, μή φονεύσῃς, τινα: James 5:6.

Greek Monolingual

ΝΜΑ φονεύς
αφαιρώ τη ζωή κάποιου με βίαιο τρόπο, θανατώνω, σκοτώνω
αρχ.
κηλιδώνω με αίμα, λερώνω με αίμα.

Greek Monotonic

φονεύω: μέλ. -σω, φονεύω, σκοτώνω, θανατώνω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., φονεύομαι, σε Ευρ., Θουκ.

Middle Liddell

φονεύω, fut. -σω [from φονεύς
to murder, kill, slay, Hdt., Aesch., etc.: —Pass. to be slain, Eur., Thuc.

Chinese

原文音譯:foneÚw 賀扭哦
詞類次數:動詞(12)
原文字根:謀殺 相當於: (רָצַח‎)
字義溯源:謀殺,殺,殺人,殺害;源自(φονεύς)=謀殺犯),而 (φονεύς)出自(φόνος)=謀殺), (φόνος)又出自(φαιλόνης / φελόνης)X*=殺)。參讀 (ἀναιρέω)同義字
出現次數:總共(12);太(5);可(1);路(1);羅(1);雅(4)
譯字彙編
1) 殺人(7) 太5:21; 太19:18; 可10:19; 路18:20; 羅13:9; 雅2:11; 雅2:11;
2) 殺害(2) 太23:31; 雅5:6;
3) 你們⋯殺的(1) 太23:35;
4) 你們殺害(1) 雅4:2;
5) 殺人的(1) 太5:21