φάσσα
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
Att. φάττα, ἡ, ringdove, ring dove or cushat, Columba palumbus, Ar.Ach.1104, Av.303 (troch.), Pax 1004 (anap.). Arist.HA544b5, Sor.1.51, 2.41, Gal.6.700, Vict.Att.8, Aret.CD1.2, Gp.15.1.19; λαβεῖν φάσσαν ἀντὶ περιστερᾶς = get a wild pigeon for a tame one, Pl.Tht.199b, cf. Alex. Aphr. in Top.117.9.—Luc.Sol.7 coined a masc. form φάττος.
German (Pape)
[Seite 1258] ἡ, att. φάττα, eine größere Art von wilden Tauben, die große Holztaube, Ringeltaube; Ar. Av. 303 Pax 969; Plat. Theaet. 199 b; die kleinere hieß φάψ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
pigeon ramier, colombe, oiseau.
Étymologie: cf. φάψ.
Russian (Dvoretsky)
φάσσα: атт. φάττα ἡ дикий голубь, вяхирь Arph., Plat., Arst., Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
φάσσα: Ἀττ. φάττα, ἡ, εἶδος μεγάλης ἀγρίας περιστερᾶς, κοινῶς «φάσσα», Columba palumbus (οὐχὶ ἄγνωστος τῷ Ὁμήρῳ ὡς φαίνεται, ἐκ τοῦ συνθέτου, φασσο-φόνος), Ἀριστοφ. Ἀχ. 1105, Ὄρν. 303, Εἰρήν. 1004· λαβεῖν φ. ἀντὶ περιστερᾶς, ἀγρίαν περιστερὰν ἀντὶ ἡμέρου, Πλάτ. Θεαίτ. 199Β· αὕτη ἦτο τὸ μεγαλείτερον εἶδος τῶν περιστερῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 13, 4· τὸ μικρότερον εἶδος ἐκαλεῖτο φάψ. Πρβλ. φάττιον. ― Ὁ Λουκ. ἐν Ψευδοσοφιστ. ἢ Σολοικ. 7 ἔπλασεν ἀρσεν. τύπον φάττος, «περιστερὸν δέ τινος εἰπόντος ὡς δὴ Ἀττικόν, καὶ τὸν φάττον ἐροῦμεν ἔφη».
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και αττ. τ. φάττα Α
ζωολ. κοινή, σήμερα, ονομασία του είδους περιστεριού Columba palumbus
νεοελλ.
βοτ. κοινή ονομασία είδους του φυτού βαλλωτή ή βαλλότα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία συνδέεται οπωσδήποτε με τον αρχαϊκό τ. φάψ, φαβός (πρβλ. γύψ, σκώψ). Κατά μία άποψη, που δεν φαίνεται πιθανή, η σχέση τών δυο τύπων μπορεί να ερμηνευθεί αν υποτεθεί ότι ο τ. φάσσα είναι μεταπλασμένος τ. ενός αμάρτυρου φάζα (< φάβ-jα, < θ. φαβ- του φάψ, όπου το σύμπλεγμα -gwj- έδωσε -ζ-), κατά τα ον. πτηνών νῆ-σσα, κί-σσα. Η σύνδεση τών λ. με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ἀθεμβοῦσα
ἀκολασταίνουσα δεν θεωρείται πιθανή].
Greek Monotonic
φάσσα: Αττ. φάττα, ἡ, άγριο περιστέρι, φάσα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
φάσσα, αττιξ φάττα, ἡ,
a wild pigeon, ringdove, Ar.
Wikipedia EL
Η φάσσα είναι πτηνό της οικογενείας των Περιστεριδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Columba palumbus και περιλαμβάνει 5 υποείδη. Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Columba palumbus palumbus. Η επιστημονική ονομασία του γένους Columba, είναι λατινική και αντιστοιχεί ακριβώς στην ελληνική λέξη Περιστέρι. Η ονομασία φάσσα έχει αρχαϊκή προέλευση αλλά είναι αγνώστου ετυμολογίας:. H φάσσα είναι μερικώς μεταναστευτικό είδος με ευρεία κατανομή σε περιοχές του Παλαιού Κόσμου, από τις ακτές του Ατλαντικού (Μαρόκο, Πορτογαλία, Ιρλανδία, μέχρι ανατολικά στη Σιβηρία και, βόρεια μέχρι τις 67 μοίρες γεωγραφικό πλάτος, περίπου). Στην Ευρώπη, απαντάται σε όλη την επικράτεια εκτός από την Ισλανδία και τη βόρεια Σκανδιναβία. Ένα είδος είναι ενδημικό των Αζορών, ενώ κάποτε υπήρχε ένα ακόμη ενδημικό, στη νήσο Μαδέιρα, το οποίο όμως έχει σήμερα εξαφανιστεί.
Wikipedia EN
The common wood pigeon (Columba palumbus) is a large species in the dove and pigeon family. It belongs to the genus Columba and, like all pigeons and doves, belongs to the family Columbidae. It is locally known in southeast England as the "culver"; This name has given rise to several areas known for keeping pigeons to be named after it, such as Culver Down. The genus name Columba is the Latin word meaning "pigeon, dove", whose older etymology comes from the Ancient Greek κόλυμβος (kolumbos), "a diver", from κολυμβάω (kolumbao), "dive, plunge headlong, swim". Aristophanes (Birds, 304) and others use the word κολυμβίς (kolumbis), "diver", for the name of the bird, because of its swimming motion in the air. The specific epithet palumbus is derived from the Latin palumbes, "wood pigeon".
Wikipedia DE
Die Ringeltaube (Columba palumbus) ist eine Vogelart aus der Familie der Tauben (Columbidae). Sie ist die größte Taubenart Mitteleuropas und besiedelt weite Teile der Paläarktis von Nordafrika, Portugal und Irland nach Osten bis Westsibirien und Kaschmir. Auffällige Merkmale sind die weißen Flügelbänder und der weiße Halsstreifen. Ringeltauben, im deutschsprachigen Raum auch Waldtauben genannt, bewohnen bewaldete Landschaften aller Art, aber auch Alleen, Parks und Friedhöfe, heute auch bis in die Zentren der Städte. Die Ernährung erfolgt wie bei den meisten Arten der Familie fast ausschließlich pflanzlich. Die Ringeltaube ist je nach geografischer Verbreitung Standvogel, Teilzieher oder überwiegend Kurzstreckenzieher und verbringt den Winter vor allem in West- und Südwesteuropa. Die Art ist trotz der starken Bejagung in vielen Ländern ein häufiger Brutvogel und in Europa nicht gefährdet.
Wikipedia FR
Le Pigeon ramier (Columba palumbus) ou Palombe est la plus grande et la plus commune des espèces de pigeons européens: il pèse de 460 à 570 grammes, son envergure est de 75 à 80 centimètres et sa longueur de 40 à 42 centimètres. Il est répandu aussi bien en forêt que dans les milieux urbains ou ruraux. La colonisation des grandes villes est plus récente que celle réalisée par le pigeon biset. Les pigeons ramiers reviennent au nid initial de génération en génération pendant des dizaines d'années. Les populations ouest-européennes du pigeon ramier sont erratiques et sédentaires, tandis que les populations du nord et de l'est de l'Europe sont migratrices. La population britannique ne quitte son île qu'exceptionnellement à l'occasion, rarissime, d'un enneigement prolongé. Les populations migratrices au long cours franchissent les Pyrénées pour hiverner dans la péninsule Ibérique, où elles s'alimentent de glands dans les « dehesas ». Ce sont ces populations migratrices au long cours qui supportent l'essentiel de la pression de chasse lors de leur migration à l'automne et, depuis quelques années, sur leurs lieux de stationnement hivernal. Elles sont en forte diminution, tandis que les populations « erratico-sédentaires » semblent se maintenir ou progresser.
Frisk Etymology German
φάσσα: {phássa}
Forms: att. -ττα
Grammar: f.
Meaning: Holztaube, Ringeltaube (Ar., Pl., Arist. usw.);
Derivative: φασσοφόνος m. Tauben tötend, Taubentöter (ἴρηξ O 236), Taubenweih (Arist., Gal. u.a.), -φόντης m. ib. (Ael.). Daneben φάψ, -βός f. Bez. einer wilden Taube (A.Fr. 210 u. 257 = 3 u. 403 M., Arist., Lyk.), von φάσσα nicht mit Sicherheit zu unterscheiden (s. Thompson Birds s.v.); φαβοτύπος m. Art Habicht (Arist.), -κτόνος· ἱερακοκτόνος H.
Etymology: Da φάσσα nach νῆσσα, κίσσα u. a. (um)gebildet sein kann, läßt sich aus der Opposition φάσσα: φάψ für den Ursprung von -σσ-bzw. -β- (qʷ ~ gʷ?) nichts schließen. Zu φάψ vgl. Einsilbler wie γύψ, σκώψ, γλαῦξ u.a. (Chantraine Form. 1). — Unerklärt. Über unbefriedigende Hypothesen (ἀθεμβοῦσα [H.], παιφάσσω) s. Bq und WP. 1, 645 m. Lit.
Page 2,996-997