εὐσύμβολος
English (LSJ)
old Att. εὐξύμβολος, ον, A easy to divine or understand, εὐξ. τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι A.Ch.170, cf. D.C.40.17. II easy to deal with, honest, upright, X.Mem.2.6.5; εὐξύμβολοι δίκαι = suits which afford easy arbitration, A.Supp.701 (lyr.). Adv. εὐξυμβόλως Poll.5.139. 2 readily contributing one's συμβολή, Antipho Soph.74. III affording a good omen, auspicious, πρός τι Plu.Demetr.12, cf. Ael.NA3.9, Hld.9.25. Adv. εὐσυμβόλως Sch.Pi.I.6(5).67.
French (Bailly abrégé)
anc. att. εὐξύμβολος;
ος, ον :
I. facile à rassembler, d'où
1 facile à conjecturer, d'une signification claire;
2 d'un commerce facile, abordable ; droit, honnête, loyal;
II. de bon augure.
Étymologie: εὖ, συμβάλλω.
Russian (Dvoretsky)
εὐσύμβολος: староатт. εὐξύμβολος 2
1) легко разгадываемый, ясный: εὐξύμβολον τόδ᾽ ἐστί Aesch. это легко разгадать;
2) сговорчивый (ξένοισι Aesch.; εὔορκος καὶ εὐ. Xen.);
3) предвещающий доброе (πρὸς, στρατείαν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐσύμβολος: ἀρχ. Ἀττ. εὐξύμβολος, ον, εὐκόλως μαντευόμενος ἢ κατανοούμενος (πρβλ. συμβάλλω ΙΙΙ. 2), εὐξ. τόδ’ ἐστὶ παντὶ δοξάσαι Αἰσχύλ. Χο. 170, πρβλ. Δίωνα Κ. 40. 17. ΙΙ. μεθ’ οὗ εὐκόλως τις συμβάλλεται, ἔρχεται εἰς δοσοληψίας, τίμιος, ἀκέραιος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 5· προάγων τὸ ἐμπόριον, εὐξ. δίκαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 701. 2) εὐκόλως συνεισφέρων τὴν συμβολὴν αὑτοῦ, «εὐσύμβολος: ἀντὶ τοῦ ῥᾳδίως καὶ εὖ συμβάλλων, τουτέστιν ἀγαθὸς συμβάλλειν, Ἀντιφῶν Πολιτικῷ» Ἁρποκρ. ΙΙΙ. εὐοίωνος, Πλουτ. Δημήτρ. 12, Αἰλ. π. Ζ. 3. 9. - Ἐπίρρ. -λως, μνημονεύεται ἐκ τῶν εἰς Πίνδ. Σχολίων.
Greek Monolingual
εὐσύμβολος και εὐξύμβολος, -ον (Α)
1. αυτός που μαντεύεται ή εξηγείται εύκολα («εὐξύμβολον τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι», Αισχύλ.)
2. εκείνος που προμηνύει κάτι καλό, ο ευοίωνος, ο αίσιος
3. έντιμος στις συναλλαγές
4. αυτός με τον οποίο μπορεί κάποιος να έλθει σε συμβιβασμό εύκολα ανάλογα με τις συνθήκες («εὐξύμβολοι δίκαι» — δίκες στις οποίες παρέχεται εύκολη διαιτησία, Αισχύλ.)
5. αυτός που συνεισφέρει τη συμβολή του εύκολα.
επίρρ...
εὐσυμβόλως (Α)
με τρόπο ευοίωνο, αίσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σύμ-βολον (< συμ-βάλλω)].
Greek Monotonic
εὐσύμβολος: αρχ. Αττ. εὐ-ξύμβ-, -ον,
I. αυτός που εύκολα μαντεύεται ή γίνεται αντιληπτός (πρβλ. συμβάλλω III), σε Αισχύλ.
II. εύκολος στις συναλλαγές, τίμιος, ακέραιος, σε Ξεν.
III. (σύμβολον), αυτός που παρέχει καλό οιωνό, ευοίωνος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
I. easy to divine or understand (cf. συμβάλλω III), Aesch.
II. easy to deal with, honest, upright, Xen.
III. (σύμβολον) affording a good omen, auspicious, Plut.
English (Woodhouse)
intelligible, easy to conjecture, easy to divine, easy to guess, easy to understand
German (Pape)
1 = εὐσύμβλητος, εὐξύμβολον τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι Aesch. Ch. 168; τέρατα προφανῆ καὶ εὐσ. DC. 40.17.
2 von guter Vorbedeutung, πρός τι, Plut. Demetr. 12; Ael. H.A. 3.9.
3 gut zum Verkehr, zum Umgange passend, ξένοισί τ' εὐξύμβολοι δίκαι Aesch. Suppl. 682; Xen. Mem. 2.6.5 von Freunden, umgänglich; vgl. Antiph. bei Harp. p. 90.
• Adv., Poll. 5.139.