διακριτικός
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
English (LSJ)
ή, όν, A piercing, penetrating, opp. compressing (συγκριτικός), Pl.Ti.67e; χρῶμα Arist.Metaph. 1057b8. 2 separative, ἡ -κή, opp. ἡ συγκριτική (q.v.), Pl.Plt. 282b sqq. Adv. -κῶς Democr.164. II able to distinguish, τῆς οὐσίας Pl.Cra.388c; ὄψις ἕξις δ. σωμάτων Id.Def.411c: abs., Luc. Herm.69.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1separador, diferenciador, δίχα τέμνοντες τὴν ταλασιουργίαν διακριτικῷ τε καὶ συγκριτικῷ τμήματι dividiendo el trabajo de la lana en dos: una parte de separación y otra de unión Pl.Plt.282c
•subst. ἡ δ. (sc. τέχνη) el (arte) de separar como una de las labores básicas en los diferentes oficios, Pl.Sph.226c, en el trabajo de la lana, Pl.Plt.282b
•disgregador, disociador c. gen. ἡ κρᾶσις ... δριμεῖα ... διακριτικὴ τοῦ ὀρρώδους Gal.19.696.
2 susceptible de diversificar o crear distinciones, diferenciador ref. a las causas de la sensación capaz de crear o apreciar matices δ. χρῶμα del color blanco, que permite la diferenciación en colores, por op. al negro, Arist.Metaph.057b10, del sabor dulce δ. τῆς ἐν τῇ γλώττῃ συμφύτου ὑγρότητος Thphr.CP 6.1.3
•subst. τὸ δ. τῆς ὄψεως λευκόν lo que crea diferencias en el rayo visual (llamamos color) blanco Pl.Ti.67e, cf. 60a
•de los elementos que producen la sensación de calor, Simp.in Cael.564.28 (= Democr.A 120)
•lingüíst. que distingue τὰ τῶν τριῶν γενῶν διακριτικά (ὀνόματα) A.D.Pron.12.16.
3 que posee capacidad de discernimiento ἀνὴρ πνευματοφόρος καὶ δ. Pall.H.Laus.11.5, τὸ δὲ τῶν ἡδέων ... ἀπέχεσθαι ... διακριτικώτατον Diad.Perf.44
•neutr. subst. τὸ δ. capacidad de discernimiento o interpretación μήπω γὰρ τὸ δ. ἔχοντες φεύξονται ἡμᾶς Hom.Clem.2.39, ἔχον καὶ τὸ δ. τῆς θείας γραφῆς Marc.Diac.V.Porph.8
•capacidad de distinguir οἱ κύνες ... ἔχουσι τι ... διακριτικόν Ps.Nonn.Comm.in Or.4.25.
II adv. -ῶς
1 separadamente δ. φακοὶ μετὰ φακῶν τάσσονται Democr.B 164.
2 distintamente οὐκ ἄρα συγκριτικῶς ἐλέχθη τὸ «κρείττων», ἀλλὰ δ. Ath.Al.M.26.128C.
German (Pape)
[Seite 584] ή, όν, zum Unterscheiden geschickt; ἡ δ., die Kunst zu unterscheiden, Plat. Polit. 282 b; Soph. 231 b. Gegensatz συγκριτικός, Polit. 282 c u. Sp. – Adv., διακριτικῶς, = getrennt, Sext. Emp.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακριτικός -ή -όν [διακρίνω] scheidend:. ἡ συγκριτική τε καὶ διακριτική de (kunst van) combineren en scheiden Plat. Plt. 282b. tot onderscheid in staat:. ὄργανον... διακριτικὸν τῆς οὐσίας een instrument om onderscheidingen te maken in de werkelijkheid Plat. Crat. 388c.
Russian (Dvoretsky)
διακρῐτικός:
1 служащий для различения, диакритический (ὄνομα ὄργανον διακριτικὸν τῆς οὐσίας Plat.);
2 рассеивающий (χρῶμα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
διακριτικός: -ή, -όν, ἱκανός, ἐπιτήδειος εἰς τὸ διαιρεῖν, ἐξ οὗ ἡ διακριτικὴ (τέχνη), ᾗ ἀντιτίθεται ἡ συγκριτικὴ (ὃ ἴδε), Πλάτ. Πολιτ. 282Β κ.ἑξ. - Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7, 117. 2) ἱκανὸς εἰς τὸ διακρίνειν, δ. τῆς οὐσίας Πλάτ. Κρατ. 421C. ΙΙ. παθητ., διακεκριμένος, κεχωρισμένος, ἀντίθετ. συγκριτικός, Ἀριστοτ. Μεταφ. 9.7, 7.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διακριτικός, -ή, -όν) διακρίνω
1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να διακρίνει
2. εκείνος βάσει του οποίου διακρίνεται ή ξεχωρίζει κάποιος
μσν.- νεοελλ.
όποιος συμπεριφέρεται με διακριτικότητα, δεν γίνεται φορτικός, ενοχλητικός, αγενής κ.λπ.
νεοελλ.
1. ευσπλαχνικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διακριτικά
τα διάσημα (γαλόνια, σειρίτια, αστερίσκοι) με τα οποία διακρίνονται οι βαθμοί στη (στρατιωτική συνήθως) ιεραρχία
3. φρ. «διακριτικό σημείο» — σημάδι που τοποθετείται πάνω, κάτω ή δίπλα στα λατινικά γράμματα για να αποδοθεί φθόγγος ευρωπαϊκής ή άλλης γλώσσας που δεν υπήρχε στη Λατινική
4. φρ. «διακριτική ευχέρεια» — δυνατότητα που παρέχει ο νόμος για εκλογή ανάμεσα σε περισσότερες από μία λύσεις, εξίσου νόμιμες
μσν.
το ουδ. εν. ως ουσ. το διακριτικόν
1. η διακριτικότητα
2. τον ενδιαφέρον
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. η διακριτική
η ικανότητα να διακρίνει κανείς.