προϊάλλω

From LSJ
Revision as of 17:35, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), acc\." to "$1 $2, $3, acc.")

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προϊάλλω Medium diacritics: προϊάλλω Low diacritics: προϊάλλω Capitals: ΠΡΟΪΑΛΛΩ
Transliteration A: proïállō Transliteration B: proiallō Transliteration C: proiallo Beta Code: proi+a/llw

English (LSJ)

[ῐ], send forth or away, dismiss, discharge, τινα Il.8.365, 11.3, Od.15.370; σιάλων τὸν ἄριστον 14.18; ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆς Theoc. 25.235.—Ep. word, used by Hom. always in impf. without augm.

German (Pape)

[Seite 725] hervor- od. heraus-, entsenden; Hom. nur impf. ohne Augment, ἐμὲ Ζεὺς ἀπ' οὐρανόθεν προΐαλλεν, Il. 8, 365, vgl. 11, 3; ἐμὲ ἀγρόνδε προίαλλε, Od. 15, 369; Theocr. 25, 235.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. προΐαλλον;
1 envoyer, faire partir, acc.;
2 envoyer à qqn, acc..
Étymologie: πρό, ἰάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-ϊάλλω, poët., vooruit sturen:; π. σιάλων τὸν ἄριστον ἁπάντων de beste van alle varkens vooruit sturen Od. 14.18; wegsturen:. ἄλλον ὀιστὸν ἀπὸ νευρῆς προΐαλλον ik liet nog een pijl van de boogpees vertrekken Theocr. Id. 25.235.

Russian (Dvoretsky)

προϊάλλω: (только impf.)
1 высылать, посылать (Ἔριδα ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν Hom.);
2 (с)пускать (ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆς Theocr.);
3 ниспосылать (τὴν χάριν καμάτοισιν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

προϊάλλω: προπέμπω, προεξαποστέλλω, αὐτὰρ ἐμὲ Ζεὺς τῷ ἐπαλεξήσουσαν ἀπ’ οὐρανόθεν προΐαλλεν Ἰλ. Θ. 365., Λ. 3, Ὀδ. Ο., 370· σίαλον πρ. Ὀδ. Ξ. 18· ὀϊστὸν Θεόκρ. 25. 235· χάριν, ἀρωγήν τινι Ἀνθολ. Π. 1. 29. ― λέξις Ἐπικὴ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῷ παρατ. ἄνευ αὐξήσεως.

English (Autenrieth)

ipf. προΐαλλεν: send forth.

Greek Monolingual

Α
εξαποστέλλω κάποιον εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἱάλλω «ρίπτω, εκτοξεύω»].

Greek Monotonic

προϊάλλω: μόνο σε παρατ., στέλνω από πριν, πέμπω προς τα μπρος, σε Όμηρ.