ἀνάδικος

From LSJ
Revision as of 10:50, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάδῐκος Medium diacritics: ἀνάδικος Low diacritics: ανάδικος Capitals: ΑΝΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: anádikos Transliteration B: anadikos Transliteration C: anadikos Beta Code: a)na/dikos

English (LSJ)

(Arc. ὄνδικος IG5(2).343 B2), ον, tried over again, δίκαι ἀ. γίγνονται And.1.88, Pl.Lg.937d, cf. D.40.39, etc.; ψῆφον ἀ. καθιστάναι render subject to appcal, Id.24.191.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): arcad. ὄνδικος IG 5(2).343B2 (Orcómeno IV a.C.)
jur. ref. a un proceso que ha de someterse a nueva sentencia e.d. nulo And.Myst.88, Pl.Lg.937d, D.40.34, 39, 42, Poll.8.23, Synes.Prouid.M.66.1253A, ψῆφον ἀ. καθιστάναι anular una sentencia D.24.191.

German (Pape)

[Seite 187] ἡ, δίκη, ein aufs neue vor Gericht gebrachter Proceß, Andoc. 1, 88; Plat. Legg. XI, 937 d; Dem. 40, 34 u. öfter; τὴν ψῆφον ἀνάδικον καθίστησι 24, 191, das Urtheil einer Revision unterwerfen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 jugé de nouveau;
2 qui concerne une affaire jugée de nouveau.
Étymologie: ἀνά, δίκη.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάδῐκος: юр. подлежащий новому рассмотрению (δίκη Plat., Dem.): τὸν ψῆφον ἀνάδικον καθιστάναι Dem. вынести решение о пересмотре дела.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάδῐκος: -ον, ὁ ἐκ νέου δικασθείς, δίκαι ἀν. γίγνονται (ἴδε ἀναδικάζω ΙΙ.), Ἀνδοκ. 12. 7, Πλάτ. Νόμ. 937D· ψῆφον ἀν. καθιστάναι, ἀναιρῶ προηγηθεῖσαν ψῆφον, Δημ. 760. 3.

Greek Monolingual

ἀνάδικος, -ον (Α)
1. αυτός που ξαναδικάζεται, που αναθεωρείται
2. φρ. «ψῆφον ἀνάδικον καθίστημι», αναιρώ προηγούμενη απόφαση δικαστηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + -δικος < δίκη.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναδικία.

Greek Monotonic

ἀνάδῐκος: -ον (δίκη), αυτός που δικάζεται από την αρχή, σε Ανδ., Πλούτ.

Middle Liddell

δίκη
tried over again, Andoc., Plat.