τρῆμα
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
ατος, τό, (τετραίνω)
A perforation, aperture, orifice, Ar.V.141, Pl.Grg.494b, Gal.6.178,580; τὰ τ. τῶν οὐάτων Hp.Carn.15; τρῆμα τυφλόν the foramen caecum in the skull, Gal.2.838; τῆς ἀρτηρίας, [τοῦ αἰδοίου], Arist.HA495a29, 497a25; the hole in the beam of a balance, Theol.Ar.29.
2 = τρύπημα, hole, vagina, sens. obsc., ἐκπέσοι σου τὸ τρῆμα = I hope your twat falls off, Ar.Ec.906 (lyr.), Lys. 410.
II of the holes or pips of dice, Amips.20.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 trou, ouverture, orifice;
2 pudenda muliebria.
Étymologie: τιτράω.
French (New Testament)
German (Pape)
τό, das Durchbohrte, Loch, Öffnung; Ar. Vesp. 141; Plat. Gorg. 494b; Pol. 22.11.16 und sonst; bes. die Löcher od. Punkte der Würfel, Vetera Lexica.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρῆμα -ατος, τό [τετραίνω] opening, gat:; ἄθρει... τὸ τρῆμ’ ὅπως μὴ ᾽κδύσεται let op dat hij niet zal ontsnappen via het gat (van de waterafvoer) Aristoph. Ve. 141; τὰ τρήματα τῶν οὐάτων de gehoorgangen Hp. Carn. 15; seks.: ἐκπέσοι σου τὸ τρῆμα = ik hoop dat je kut uitzakt Aristoph. Eccl. 906.
Russian (Dvoretsky)
τρῆμα: ατος τό τετραίνω дыра, отверстие Arph., Plat., Arst.
Greek Monolingual
το / τρῆμα, ΝΜΑ
οπή, τρύπα
νεοελλ.
1. ονομασία διαφόρων ανατομικών στοιχείων που έχουν σχήμα οπής («ωοειδές τρήμα»)
2. φρ. «τρήματα βάσης κρανίου» — τρήματα στην περιοχή της βάσης του κρανίου από τα οποία εισέρχονται ή εξέρχονται αγγεία και νεύρα της κρανιακής κοιλότητας
αρχ.
1. το αιδοίο («ἡ βάλανος ἐκπέπτωκεν ἐκ τοῦ τρήματος», Αριστοφ.)
2. καθεμιά από τις οπές ή τα στίγματα τών ζαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα τερη- (βλ. λ. τετραίνω, τιτρώσκω, τείρω, τέρετρο) και έχει σχηματιστεί με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν + κατάλ. -μα].
Greek Monotonic
τρῆμα: -ατος, τό (τε-τραίνω), οπή, άνοιγμα, τρύπα, ρήγμα, Λατ. foramen, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῆμα: τό, (√ΤΡΑ, τετραίνω) ὀπή, ἄνοιγμα, Λατ. foramen, Ἀριστοφ. Σφ. 141, Πλάτ. Γοργ. 494B· τὸ τρ. οὐάτων Ἱππ. 252. 37· τῆς ἀρτηρίας, τοῦ πνεύμονος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 10, πρβλ. 17. 18. 2) = τρύπημα 2, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 906, Λυσ. 410. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ὀπῶν ἢ στιγμάτων τῶν κύβων, Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 5 (Πολυδ. Θ΄, 96).
Middle Liddell
τρῆμα, ατος, τό, τετραίνω
a perforation, hole, aperture, orifice, Lat. foramen, Ar., Plat.
Frisk Etymology German
τρῆμα: τρῆσις, τρητός
{trē̃ma}
See also: s. τετραίνω.
Page 2,930
Chinese
原文音譯:trÚphma 特呂胚馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:孔
字義溯源:小孔,針眼,窗孔,眼;源自(τρυμαλιά)=針眼),而 (τρυμαλιά)出自(Τρυφῶσα)X*=磨損)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 眼(1) 太19:24
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
τό (=τρύπημα). Ἀπό ρίζα τρα- τοῦ τετραίνω – τείρω.
Translations
perforation
Bulgarian: перфорация; French: perforation; Greek: διάτρηση, διακόρευση; Ancient Greek: τρῆμα; Italian: perforamento; Polish: perforacja
aperture
Bulgarian: отвор, отверстие; Chinese Mandarin: 孔; Danish: åbning; Dutch: opening; Finnish: aukko, reikä; French: ouverture; Georgian: სანათური, ხვრელი, ჭუჭრუტანა, ნაპრალი; German: Öffnung; Ancient Greek: τρῆμα; Italian: apertura; Japanese: 隙間; Latin: apertura; Manx: towl; Maori: pūaha; Norwegian Bokmål: åpning; Nynorsk: opning; Persian: روزنه; Polish: otwór, szpara, szczelina; Portuguese: abertura; Romanian: deschizătură; Russian: отверстие, проём; Slovene: odprtina; Spanish: abertura; Swedish: öppning