δημότερος

From LSJ
Revision as of 10:58, 17 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "subst" to "subst")

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημότερος Medium diacritics: δημότερος Low diacritics: δημότερος Capitals: ΔΗΜΟΤΕΡΟΣ
Transliteration A: dēmóteros Transliteration B: dēmoteros Transliteration C: dimoteros Beta Code: dhmo/teros

English (LSJ)

α, ον, poet. for A δημοτικός 11, A.R.3.606. II = δημόσιος 1.1, χρήματα AP9.693. III = δημόσιος 1.2, common, vulgar, Κύπρις ib.415.2 (Antiphil.).

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): dór. δᾱμ- IChS 180b (Curion V a.C.), Call.Fr.228.71
I 1de pers. del pueblo γυναῖκες A.R.1.783
de abstr. del pueblo, que favorece al pueblo θέμιστες Arat.107.
2 que pertenece al Estado, público χρήματα AP 9.693 (Leont.)
fig. δ. Κύπρις ref. a la prostitución AP 9.415 (Antiphil.).
II subst.
1 οἱ δημότεροι el pueblo ἄσχετα ἔργα πιφαύσκετο δημοτέροισι A.R.3.606, δημοτέρων ... θεός AP 9.334 (Pers.), cf. Call.l.c., Apoll.Met.Ps.17.93.
2 sent. dud., quizá τὰ δαμότερα las tierras públicas, IChS l.c.

German (Pape)

[Seite 565] p. = δημοτικός; – 1) Bürger, γυναῖκες Ap. Rh. 1, 738. 3, 606. – 2) gemein, Κύπρις Antiphil. 1 (IX, 415). – Auch = δημόσιος; χρήματα, den ἴδια entgeggstzt, Ep. ad. (IX, 693).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 du peuple, plébéien;
2 public, commun.
Étymologie: δῆμος.

Russian (Dvoretsky)

δημότερος:
1 общенародный, общественный (χρήματα Anth.);
2 общедоступный (Κύπρις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δημότερος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ δημοτικός ΙΙ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 606. ΙΙ. = δημόσιος, κοινός, δημώδης, Κύπρις Ἀνθ. Π. 9. 415.

Greek Monolingual

δημότερος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που προέρχεται από κατώτερη κοινωνική τάξη, ο μη ευγενής
2. κοινός
3. αυτός που ανήκει στον δήμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος. Ποιητικός τ. σχηματισμένος αναλογικά προς το αγρότερος].

Greek Monotonic

δημότερος: -α, -ον, = δημόσιος, κοινός, λαϊκός, δημώδης, σε Ανθ.

Middle Liddell

= δημόσιος
common, vulgar, Anth.