οἰκιστήρ
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, poet. for οἰκιστής, Pi.O. 7.30, al., Orac. ap. Hdt.4.155, Call.Ap.67, Abh.Berl.Akad.1925(5).21 (Cyrene); cf. οἰκητήρ.
German (Pape)
[Seite 301] ῆρος, ὁ, der Ansiedler, Gründer eines Ortes; χθονός, Pind. O. 7, 30 P. 1, 31; Λιβύας, 4, 6; Orak. bei Her. 4, 155; Bewohner, Aesch. Spt. 19 u. sp. D., wie Ep. ad. 209 (App. 386), χώρης.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
1 qui établit des habitants dans, fondateur, colonisateur;
2 habitant.
Étymologie: οἰκίζω.
Russian (Dvoretsky)
οἰκιστήρ: ῆρος ὁ
1 колонизатор (Λιβύας Pind.);
2 жилец, житель Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκιστήρ: ῆρος, Ποιητ. ἀντὶ τοῦ οἰκιστής, Πινδ. Ο. 7. 54, κ. ἀλλ., Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 4. 155· πρβλ. οἰκητήρ.
English (Slater)
οἰκιστήρ founder, colonizer τᾶσδέ ποτε χθονὸς οἰκιστήρ Tlepolemos, who settled Rhodes (O. 7.30) ὄρος τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα Hieron, founder of Aitna (P. 1.31) ἱέρεα χρῆσεν οἰκιστῆρα Βάττον καρποφόρου Λιβύας (P. 4.6)
Greek Monolingual
οἰκιστήρ, -ήρος, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. οικιστής, ιδρυτής πόλεως («τῆσδε χθονὸς οἰκιστήρ», Πίνδ.)
2. μτφ. ο οδηγός, αυτός που υποδεικνύει τον τόπο του αποικισμού («καὶ Λιβύην ἐσιόντι κόραξ ἡγήσατο λαῷ δεξιὸς οἰκιστήρ», Καλλίμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κομισ-τήρ)].
Middle Liddell
οἰκιστήρ, ῆρος, [poetic for οἰκιστής, Pind., Orac. ap. Hdt.]