ἡμίτομος
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
ον, (τέμνω)
A cut in two, ξύλα IG12.313.98; ἄντυξ Mosch.2.88.
2 of the moon, half-full, Theol. Ar.12.
II as substantive, ἡμίτομος, ὁ, a kind of cup, Pamphil. ap. Ath.11.470d.
2 ἡμίτομον, τό, half, Hdt.7.39, 9.37, Inscr.Délos 298A182 (iii B.C.), AP9.137; κύκλου Ael.NA15.4; ἡμίτομα ᾠῶν Alex.261.10: —also ἡμιτόμιον, τό, flat side of a half-bean, Dsc.2.105, v.l. in Luc. VH2.38.
b lozenge-shaped bandage = ἡμιρρόμβιον, Hp.Off.7, Gal. 18(2).732.
German (Pape)
[Seite 1170] halb durchgeschnitten, Mosch. 2, 88; – τὸ ἡμίτομον, die Hälfte, τοῦ π οδός Her. 9, 37; plur., 7, 39 u. Sp., wie Luc. Navig. 44. – Bei Medic. eine Art Verband, der auch ἡμιρόμβιον heißt. – Bei Ath. XI, 470 ist ὁ ἡμίτ. eine Art Becher.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
A. adj. à moitié coupé;
B. subst.
I. τὸ ἡμίτομον :
1 moitié;
2 sorte de bandage;
II. ἡ ἡμίτομος (κύλιξ) sorte de coupe.
Étymologie: ἡμι-, τέμνω.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίτομος: (ῐ) рассеченный пополам: τὸ νότιον τῆς γῆς ἡμίτομον Luc. северная половина земли.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίτομος: -ον, (τέμνω) κατὰ τὸ ἥμισυ τετμημένος κεκομμένος, διχοτομημένος, Μόσχ. 2.88. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἡμίτομος, ὁ, εἶδος ποτηρίου, Πάμφ. παρ’ Ἀθην. 470D. 2). ἡμίτομον, τό, τὸ ἥμισυ, Ἡρόδ. 7. 39, 9. 37· ἡμίτομα ᾠῶν Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10: - ὡσαύτως ἡμιτόμιον. β) εἶδος ἐπιδέσμου καλουμένου ἡμιρρόμβιον, ἐκ τοῦ σχήματος, διότι ὁμοιάζει πρὸς τὸ ἥμισυ ῥόμβου, Ἱππ. κατ’ ἰητρ. 742.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἡμίτομος, -ον)
νεοελλ.
(για βιβλία) ο μισός τόμος από μια σειρά τόμων ενός συγγράμματος ή και τμήμα μόνο ενός τόμου
αρχ.
1. (για τη σελήνη) ημισέληνος, μηνοειδής
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡμίτομος
είδος επιδέσμου, αλλ. ημιρρόμβιον
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡμίτομος
είδος ποτηριού
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμίτομον
το μισό
4. φρ. α) «ἡμίτομα ξύλα» — κορμοί ή χοντροί κλάδοι σχισμένοι στα δύο
β) «ἡμίτομος ἀρχή» — η αρχή που ασκείται από δύο άρχοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. από-τομος, ευθύ-τομος.].
Greek Monotonic
ἡμίτομος: -ον, (τέμνω),
I. κατά το ήμισυ τετμημένος, κομμένος στα δύο, σε Μόσχ.
II. ως ουσ., ἡμίτομον, τό, το μισό, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἡμίτομος, ον τέμνω
I. half cut through, cut in two, Mosch.
II. as substantive,