γυμναστής
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
γυμναστοῦ, ὁ, trainer of professional athletes, X.Mem.2.1.20, Pl.Lg.720e, etc.; ἰατρὸς καὶ γ. Arist.EN1180b14.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): -άς SEG 35.1309 (Ponto, imper.)
1 entrenador, preparador físico γ. γυμνάζων Pl.Lg.720e, ἰατρὸς καὶ γ. Arist.EN 1180b14, ὁ δὲ γ. περὶ κάλλους ἔφασκεν Olymp.in Grg.5.6, γυμναστῇ μὲν ἐχρήσατο διδασκάλῳ Ἀρίστωνι Olymp.in Alc.2.35, cf. X.Mem.2.1.20, A.D.Synt.302.2, SEG l.c., Gal.17(2).11, Luc.Hist.Consc.35, PAgon.6.63 (II d.C.), Olymp.in Grg.5.2, como tít. de una pers., D.C.72.22.5.
2 atleta γ. τις ἢ καὶ μονομάχος D.C.72.19.3, στρατιῶται καὶ γυμνασταί D.C.77.2.2, cf. Olymp.in Alc.64.25, Vett.Val.387.31.
German (Pape)
[Seite 509] ὁ, der Lehrer in den Gymnasien, Turnlehrer, Plat. Polit. 267 e u. öfter; Xen. Mem. 2, 1, 20; bes. der Athleten unterrichtet, von παιδοτρίβης unterschieden, vgl. Arist. pol. 3, 6, 7.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
maître de gymnastique ; particul. gymnaste, chargé de l'enseignement aux athlètes.
Étymologie: γυμνάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυμναστής -οῦ, ὁ [γυμνάζω] trainer.
Russian (Dvoretsky)
γυμναστής: οῦ ὁ гимнаст, т. е. преподаватель гимнастики Arst., тж. тренер борцов Xen., Plat.
Greek Monolingual
ο (θηλ. γυμνάστρια, η) (Α γυμναστής, ο) γυμνάζω
1. αυτός που διδάσκει γυμναστική
2. αυτός που γυμνάζει ή προπονεί αθλητές.
Greek Monotonic
γυμνᾰστής: -οῦ, ὁ (γυμνάζω), προπονητής επαγγελματιών αθλητών, σε Ξεν., Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
γυμναστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀσκῶν τοὺς ἐξ ἐπαγγέλματος ἀθλητάς, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 20, Πλάτ. Νόμ. 720Ε, κτλ.· κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ παιδοτρίβης, ὅστις ἐδίδασκε τὴν γυμναστικὴν εἰς τοὺς βουλομένους νὰ κατέχωσιν αὐτὴν ὡς μέρος τῆς ἐλευθερίου παιδείας, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 7· ἰατρὸς καὶ γ. ὁ αὐτ. Ἠθ. 10. 9, 15.
Middle Liddell
γυμνάζω
a trainer of professional athletes, Xen., Plat.