συνεισάγω

From LSJ
Revision as of 10:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεισάγω Medium diacritics: συνεισάγω Low diacritics: συνεισάγω Capitals: ΣΥΝΕΙΣΑΓΩ
Transliteration A: syneiságō Transliteration B: syneisagō Transliteration C: syneisago Beta Code: suneisa/gw

English (LSJ)

[ᾰ], bring in together, τὰ ἐπιτήδεια X.Cyr.3.2.24; τὰ ἱερὰ ὀφειλήματα PEleph.26.6 (iii B.C.); ἡ ἔχθρα σ. τῷ μίσει φθόνον Plu.2.91b, cf.Placit.1.27.3, Hierocl.in CA6p.428M., 22p.468M.:—Med., πυροῦ [ἀρτάβας] σ. τῇ ἐφετείᾳ φορολογίᾳ BGU1760.28 (i B.C.):—Pass., ᾧ συνεισάγεται in which is included.., S.E.P.2.86, cf. Steph. in Hp.1.107D.

German (Pape)

[Seite 1011] (s. ἄγω), mit od. zugleich einführen, einbringen; Her. 5, 75; τὰ ἐπιτήδεια, Xen. Cyr. 3, 2, 24; – sc. στρατόν, zugleich einen Einfall thun, Sp.

French (Bailly abrégé)

introduire avec ou en même temps, acc. ; fig. amener : τινί τι une chose avec une autre.
Étymologie: σύν, εἰσάγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εισάγω samen naar binnen brengen, met acc.

Russian (Dvoretsky)

συνεισάγω: (ᾰ)
1 одновременно ввозить (τὰ ἐπιτήδεια Xen.);
2 одновременно вносить (ζηλοτυπίαν τῷ μίσει Plut.);
3 вместе с тем умозаключать: ᾧ συνεισάγεται Sext. из чего следует.

Greek (Liddell-Scott)

συνεισάγω: εἰσάγω ὁμοῦ, τὰ ἐπιτήδεια Ξεν. Κύρ. 3. 2, 24· ἡ ἔχθρα σ. τῷ μίσει φθόνον Πλούτ. 2, 91Β. ― Παθ., συνεισάγεται, ἀκολουθεῖ συγχρόνως, ἐπὶ ἐπιδράσεως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2, 86· ― ῥηματ. ἐπίθετ. συνεισακτέον, δεῖ συνεισάγειν, Ὠριγέν. τ. 1, σ. 181Α.

Greek Monolingual

ΝΑ εἰσάγω
εισάγω συγχρόνως
νεοελλ.
μέσ. συνεισάγομαι
α) (για δίκη) εισάγομαι για εκδίκαση μαζί με άλλη
β) (για νομοσχέδιο) εισάγομαι για ψηφοφορία μαζί με άλλο
αρχ.
1. συμπεριλαμβάνω
2. συνεισφέρω.

Greek Monotonic

συνεισάγω: μέλ. -ξω, εισάγω μαζί, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ξω
to bring in together, Xen.