ὑπαίτιος
English (LSJ)
ον, A under accusation, called to account, τινος or ὑπέρ τινος for a thing, Antipho 4.1.4, 2.2.6; ὑ. τινί responsible to one, liable to be called to account by him, X.Mem.2.8.5; ὑποπτεύσας μή τι πρὸς τῆς πόλεως ὑπαίτιον εἴη Κύρῳ φίλον γενέσθαι that it might be reprehensible in the eyes of the state, Id.An.3.1.5; blameworthy, τῆς ψυχῆς ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν κίνησις ὑ. Ph.2.348, cf.1.19, 136, 2.291; guilty, Agatharch.18; ὑπαίτια ζῴδια hurtful signs of the Zodiac, Ptol.Tetr. 150; τὸ ὑ. πάθος Aët.16.36. Adv. -τίως Ph.1.682, al., Poll.3.139. 2 ἵνα μὴ ὑ. γενώμεθα κινδύνῳ exposed to danger, POxy.1033.18(iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1180] zur Verantwortung gezogen, unter Anklage, ὑπέρ τινος, Antiph. 2 β 6; τινί, Einem verantwortlich. Xen. Mem. 2, 8, 5; – ὑπαίτιόν ἐστί μοί τι πρός τινα, ich habe eine Verschuldung gegen Einen auf mich geladen, so daß ich der Anklage von seiner Seite ausgesetzt bin, Xen. An. 3, 1, 5; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 exposé à un reproche ; ὑπαίτιός τινι responsable envers qqn;
2 qui peut attirer un reproche : τινι πρός τινος à une personne de la part d'une autre.
Étymologie: ὑπό, αἰτία.
Russian (Dvoretsky)
ὑπαίτιος:
1 достойный порицания, зазорный: ὑπαίτιόν ἐστί τινί τι πρὸς τῆς πόλεως Xen. что-л. кому-л. ставится в вину перед его согражданами;
2 несущий ответственность, виновный: ὑ. τινι εἶναι Xen. быть виновным перед кем-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαίτιος: -ον, ὁ διατελῶν ὑπὸ κατηγορίαν, ὑπόλογος, ὑπεύθυνος, τινος ἢ ὑπέρ τινος, διά τι πρᾶγμα, Ἀντιφῶν 117. 8., 125. 34· ὑπ. τινι, ὑπεύθυνος ἢ ὑπόλογος εἴς τινα, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 5· ὑπαίτιόν ἐστί τινί τι πρός τινος, φέρεται κατηγορία κατά τινος ὑπό τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν 3. 1, 5. - Ἐπίρρ. -τίως, Φίλων ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 387Α, Πολύδ. Γ΄, 139.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπαίτιος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που ευθύνεται για μια πράξη ή για μια κατάσταση, υπεύθυνος
2. (κατ' επέκτ.) ένοχος, φταίχτης
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται υπό κατηγορία, υπόλογος
2. αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος («τῆς ψυχῆς ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν κίνησις ὑπαίτιος», Φίλ.)
3. φρ. α) «ὑπαίτια ζῴδια» — επιβλαβή σημεία του ζωδιακού κύκλου (Πτολ.)
β) «ὑπαίτιος γίγνομαι κινδύνῳ» — εκτίθεμαι σε κίνδυνο πάπ..
επίρρ...
ὑπαιτίως Α
υπό κατηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + αἴτιος (< αἰτία), πρβλ. ἀναίτιος].
Greek Monotonic
ὑπαίτιος: -ον, κατηγορούμενος, υπόλογος, υπεύθυνος, τινος ή ὑπέρ τινος, για κάτι, σε Αντιφ.· τινι, σε κάποιον, σε Ξεν.· ὑπαίτιόν ἐστί τί τινι, διατυπώνεται κατηγορία εναντίον κάποιου (από κάποιον άλλο), στον ίδ.
Middle Liddell
ὑπ-αίτιος, ον,
under accusation, called to account, responsible, τινος or ὑπέρ τινος for a thing, Antipho; τινι to a person, Xen.; ὑπαίτιόν ἐστί τί τινι a charge is made against one, Xen.