εἶα
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
English (LSJ)
an exclamation used to cheer or urge on, on! up! away! used with the imper. sg. or pl., cf. E.Med.820, etc.; εἶα δή come then! A. Ag.1650, Ar.Th.659; εἶά νυν well now! Id.Pax467; ἄγ' εἶα Id.Ra. 396; ἀλλ' εἶα E.HF622, Ar.Pl.760; ὦ εἶα Id.Pax459; εἶα ὦ ib.468; ἀλλ' εἶα δὴ… σκεψώμεθα Pl.Sph.239b:—with interrog. οὐ, where the question is equivalent to a command, οὐκ εἶα… δραμεῖσθε; E.IT1423, cf. Hel.1597. (εἷα S.Ichn.87, cf. Hdn.Gr.1.495.)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐΐα Hsch.; εἷα S.Fr.314.93, 221.4
interj. exhortativa, frec. reforzada por partíc. ea, vamos, venga en exclamation sin verbo εἶα δὴ φίλοι λοχῖται ¡vamos, guardias amigos! A.A.1650, εἶα δὴ πρώτιστα μὲν χρὴ κοῦφον ἐξορμᾶν πόδα ¡ea, vamos lo primero a correr con pie ligero! Ar.Th.659, ὦ εἶα ¡eh, jala! tirando de una cuerda, Ar.Pax 459, εἶα ὤ Ar.Pax 468, εἶά νυν ¡jala ahora! Ar.Pax 467
•c. subj. εἶα τειχίζωμεν ἤδη ποικίλον κόσμον ... λόγων Pi.Fr.194.2, ἀλλ' εἶα δὴ ... σκεψώμεθα Pl.Sph.239b
•c. imperat. ἀλλ' εἶα χώρει καὶ κόμιζ' Ἰάσονα ¡pero vamos, márchate y trae aquí a Jasón! E.Med.820, ἀλλ' εἶ' ὁμαρτεῖτ', ὦ τέκν', ἐς δόμους πατρί ¡pero vamos, hijos, acompañad a casa a vuestro padre! E.HF 622, ἀλλ' εἶ' ... ὀρχεῖσθε ¡venga, ... danzad! Ar.Pl.760, ἄγ' ἐῖά νυν ... παρακαλεῖτε δεῦρο Ar.Ra.395, εἶα λέγ', εἴ τι λέγεις ¡ea, si tienes algo que decir, dilo! Theoc.5.78, εἶα πέτευ ... πέτευ AP 5.152 (Mel.)
•c. οὐ en interr. equivale a una orden, frec. en arengas οὐκ εἶα ... παράκτιοι δραμεῖσθε ...; ¡corred junto a la orilla! E.IT 1423, οὐκ εἶ' ὃ μέν τις λοῖσθον ἀρεῖται δόρυ; ¡que cada uno esgrima una botavara como lanza! E.Hel.1597.
German (Pape)
[Seite 722] auch, vielleicht der Etymologie wegen, εἴα geschrieben, da aber α immer kurz, ist εἶα vorzuziehen; ein Ermunterungsruf, hei! he! zu! wohlan! bes. beim gemeinschaftlichen Arbeiten, vgl. Ar. Pax 451 ff., wo einer dem Chor zuruft ὦ εἶα, der Chor antwortet εἶα μάλα, εἶα ἔτι μάλα. – Beim imperat.; sing., εἶα χώρει, Eur. Med. 820 u. öfter; εἶα λέγε, Theocr. 5, 78 u. a. sp. D.; plur., ἀλλ' εἶ' ὁμαρτεῖτε Eur. Herc. Fur. 622; ἀλλ' εἶ' ἁπαξάπαντες ὀρχεῖσθε Ar. Plut. 760; ἀλλ' εἶα δὴ σκεψώμεθα Plat. Soph. 239 b. – Häufig mit δή, wohlan denn! εἶα δή, ξίφος πᾶς τις εὐτρεπιζέτω Aesch. Ag. 1636; Ar. Th. 659; – ἄγ' εἶα – παρακαλεῖτε Ar. Ran. 394; auch mit einem Fragesatze statt des Imperativs; ο ὐκ εἶα – δραμεῖσθε; οὐκ εἶ' ὁ μέν τις ἀρεῖται δόρυ; Eur. I. T 1423 Hel. 1597. Vgl. ἔα, εὖα.
French (Bailly abrégé)
interj.
allons ! courage ! εἶα δή, εἶα νῦν, ἄγ' εἶα ou εἶ' ἄγε, eh bien, allons ! οὐκ εἶα πώλοις ἐμβαλόντες ἡνίας παράκτιοι δραμεῖσθε ; EUR allons ! qu'attendez-vous pour brider vos chevaux, courir au rivage ?
Étymologie: cf. lat. eia.
Russian (Dvoretsky)
εἶα: cum imper. (тж. εἶα δή Aesch., Arph., ἀλλ᾽ εἶα Eur., Plat., ἄγ᾽ εἶα Arph. или εἶ᾽ ἄγε Theocr., εἶα νῦν Arph.) ну-ка, ну же, итак давай(те) (тж. с отрицанием при вопросе): οὐκ εἶα παράκτιοι δραμεῖσθε! Eur. спешите же на взморье!
Greek (Liddell-Scott)
εἶα: ποιητ. τρισύλλ. ἐΐα, Λατ. eia, ἐπιφώνημα παρακελευσματικόν, ἔα δή, ἄγε δή, ἔλα λοιπόν, ἐμπρός, (πρβλ. τὸ παρακέλευσμα τῶν νῦν ναυτῶν «ἔγια μόλα, ἔγια λέσα»)· τίθεται δὲ μετὰ προστακτ. ἑν. ἢ πληθ., ἀλλ’ εἶα χώρει καὶ κόμιζ’ Ἰάσονα, ἐμπρός, προχώρει καὶ... Εὐρ. Μήδ. 820· ἀλλ’ εἶ’ ἁμαρτεῖτ’, ὦ τέκν’, ἐς δόμους πατρὶ Ἡρ. Μαιν. 622, κτλ.· εἶα δή, ἐμπρὸς λοιπόν, ἔλα λοιπόν! Αἰσχύλ. Ἀγ. 1650, Ἀριστοφ. Θεσμ. 659· εἶα νῦν ὁ αὐτ. Εἰρ. 459· ἄγ’ εἶα ὁ αὐτ. Βάτρ. 394· ἀλλ’ εἶα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 622, Ἀριστοφ. Πλ. 760· ὦ εἶα ὁ αὐτ. Εἰρ. 459· εἶα ὦ αὐτόθι 468· ἀλλ’ εἶα δὴ... σκεψώμεθα Πλάτ. Σοφ. 239Β· - μετ’ ἐρωτ. οὐ, ἔνθα ἡ ἐρώτησις εἶναι ἰσοδύναμος προσταγῇ, οὐκ εἶα δραμεῖσθε; Εὐρ. Ι. Τ. 1423, πρβλ. Ἑλ. 1597.
English (Slater)
εἶα an exhortation, come then εἶα, τειχίζωμεν ἤδη ποικίλον κόσμον (unus codex Ael. Aristidis̆{ac}: οἷα cett.) fr. 194. 2.
Greek Monotonic
εἶα: ποιητ. τρισύλ. ἐΐα, Λατ. eia, επιφών. έλα! εμπρός! με προστ., σε Τραγ.· εἶα δή, έλα λοιπόν! σε Αισχύλ.· εἶα νῦν, έλα τώρα!, σε Αριστοφ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: interj.
Meaning: adhortative he, hei, come on (Att.).
Other forms: s. Hdn. Gr. 1, 495, 14)
Derivatives: εἰάζω call εἶα (E. Fr. 844; cf. αἰάζω).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Elementary creation identical with Lat. (h)eia and other cries. Cf. εἶἑν.
Middle Liddell
Lat. eia, Interj. on! up! away! with imperat., Trag.; εἶα δή come then! Aesch.; εἶα νῦν well now! Ar., etc.
Frisk Etymology German
εἶα: {eĩa}
Forms: (εἷα; vgl. zu Hdn. Gr. 1, 495, 14)
Meaning: Ermunterungsruf he, hei, wohlan (att.).
Derivative: Davon εἰάζω εἶα rufen]] (E. Fr. 844; vgl. αἰάζω).
Etymology: Als Elementarschöpfung mit lat. (h)eia und entsprechenden Ausrufen in anderen Sprachen identisch. Vgl. εἶἑν.
Page 1,450