κιλλός
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
κιλλή, κιλλόν, ass-coloured, grey, θερίστριον Eub.103, cf. Hsch., Phot., Eust.1057.56:—also κίλλιος, α, ον, Poll.7.56.
German (Pape)
[Seite 1438] ή, όν, = κίλλιος, Eubul. nach Schol. Il. 16, 234 εἶδος χρώματος; φαιοῦ Hesych.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
gris.
Étymologie: DELG étym. obsc.
Greek (Liddell-Scott)
κιλλός: -ή, -όν, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ὄνου, φαιός, θερίστριον Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 8· πρβλ. Ἡσύχ., Φώτ., Εὐστ. 1057. 56· ὡσαύτως κίλλιος, α, ον, Πολυδ. Ζ΄, 56.
Greek Monolingual
κιλλός, -ή, -όν (ΑΜ)
αυτός που έχει το χρώμα του όνου, σταχτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από το θ. κελ- του τ. κελ-αινός «σκουρόχρωμος», με τροπή του -ε- σε -ι- (κλειστοποίηση)
τα -λλ- ερμηνεύονται είτε ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε ως προερχόμενα από σύμπλεγμα -λν- ή -λy-].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: grey (Eub. 103, Phot., H., Eust.).
Compounds: as 1. member, e. g. κιλλ-ακτήρ ὀνηλάτης, κυνηγός (Poll., H.; Dor.), Κιλλ-άκτωρ PN (AP 5, 28; 44). As 2. member in Maced. Ἐπό-κιλλος (s. on ἵππος)?
Derivatives: With accent-shift κίλλος m. ass (cf. Fr. grison; Sammelb. 5224, Poll. 7, 56, H.), metaph.. cicada (H.; after the colour, cf. Strömberg Wortstudien 11, Fischnamen 100, Gil Fernandez, Nomres de insectos 100). Deriv. κίλλιος ass-coloured, ὀνάγρινος (Poll.), prob. also κιλ<λ>ίας στρουθὸς ἄρσην H. - S. κίλλ(ο)υρος.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: For the stem-vowel cf. πιλνός grey beside πελιός id.. κιλλός acc. to Persson Beitr. 1, 169 to κελαινός (s. v.)? The geminate λλ: from λν (Persson), from λνι̯ (WP. 1, 440), from λι̯ (Güntert Idg. Ablautprobl. 26), short. form (WP. l. c.). - Diff. Prellwitz Wb. - Skt. cillī cricket (gramm.) is prob onomatop., s. Mayrhofer KEWA s. v. - So no etym; is the word Pre-Greek? - On Κιλλι-κύριοι s. v.
Frisk Etymology German
κιλλός: {killós}
Meaning: grau (Eub. 103, Phot., H., Eust.).
Derivative: Davon mit Akzentverschiebung κίλλος m. Esel (vgl. frz. grison; Sammelb. 5224, Poll. 7, 56, H.), übertr. Zikade (H.; nach der Farbe, vgl. Strömberg Wortstudien 11, Fischnamen 100, Gil Emerita 25, 315); auch als Vorderglied, z. B. κιλλακτήρ· ὀνηλάτης, κυνηγός (Poll., H.; dor.), Κιλλάκτωρ PN (AP 5, 28; 44). Dazu noch als Hinterglied in maked. Ἐπόκιλλος (s. zu ἵππος)?
Etymology: Über das dunkle Κιλλικύριοι (H., Phot.) s. die unsichere Hypothese von Weber KZ 66, 230ff. — Ableitung κίλλιος eselsfarbig, ὀνάγρινος (Poll.), wohl auch κιλ<λ>ίας· στρουθὸς ἄρσην H. — Vgl. κίλλουρος. Herkunft unklar. Bezüglich des Stammvokals vgl. πιλνός grau neben πελιός ib.; κιλλός also mit Persson Beitr. 1, 169 zu κελαινός (s. d.) u. Verw.? Für die Geminata λλ sind mehrere Erklärungen aufgestellt worden: aus λν (Persson), aus λνι̯ (WP. 1, 440), aus λι̯ (Güntert Idg. Ablautprobl. 26), Kurzform (WP. a. a. O.). — Anders Prellwitz Wb. — Aind. cillī Grille (Gramm.) ist wohl lautnachahmend, s. Mayrhofer Wb. s. v.
Page 1,852-853