Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσαγωγός

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰγωγός Medium diacritics: προσαγωγός Low diacritics: προσαγωγός Capitals: ΠΡΟΣΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: prosagōgós Transliteration B: prosagōgos Transliteration C: prosagogos Beta Code: prosagwgo/s

English (LSJ)

όν, A attractive, persuasive, τῇ ἀκροάσει Th.1.21 (Comp.); τὸ αὑτοῦ π. Pl.Def.415a; προσαγωγὸν μειδιᾶν Luc.DDeor.20.11: c. gen., exciting, π. ἐπιθυμιῶν αἰσχρῶν τέχναι D.H.2.28. II Subst., = προσαγωγεύς ΙΙ, prob. in Anon.Hist. (FGrH153) p.825J.

German (Pape)

[Seite 747] zuführend, anziehend, reizend; Plat. def. 414 e; ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ ἀληθέστερον ξυνέθεσαν, Thuc. 1, 21, Schol. ἡδύτερον ὃ προσάγει; Sp., wie Luc. D. D. 20, 11.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui amène à, inf. ; abs. persuasif;
Cp. προσαγωγότερος.
Étymologie: προσάγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσαγωγός -όν [προσάγω] verleidelijk:. ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ ἀληθέστερον meer uit op de aantrekkelijkheid voor de toehoorder dan op de waarheid Thuc. 1.21.1.

Russian (Dvoretsky)

προσᾰγωγός: привлекательный, прелестный (γλαφυρὸς καὶ π. Luc.): ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον ἢ ἀληθέστερον Thuc. (писать) более изящно, чем правдиво.

Greek Monolingual

-ό / προσαγωγός, -όν, ΝΑ προσάγω
νεοελλ.
1. αυτός που πλησιάζει ένα πράγμα προς κάτι άλλο («προσαγωγοί μύες»
[ανατ.] μύες που φέρνουν ένα τμήμα του σώματος προς το μέσο επίπεδο ή προς τον άξονα ενός άκρου και, ειδικότερα, τρεις ισχυροί μύες του μηρού, ο μακρός προσαγωγός, ο βραχύς προσαγωγός και ο μέγας προσαγωγός)
2. (ανατ. -ιατρ.) χαρακτηρισμός ανατομικών στοιχείων που η λειτουργία τους ασκείται από την περιφέρεια προς το κέντρο ενός οργάνου, όπως είναι λ.χ. τα προσαγωγά αρτηρίδια τών μαλπιγγιανών σωματίων τών νεφρών
αρχ.
1. αυτός που διακρίνεται για την ικανότητά του να προσάγει, θελκτικός, ελκυστικός ή πειστικός («ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ αληθέστερον», Θουκ.)
2. διεγερτικός
3. το αρσ. ως ουσ.προσαγωγός
πιθ. προσαγωγεύς.

Greek Monotonic

προσαγωγός: -όν, ελκυστικός, πειστικός, σε Θουκ., Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προσαγωγός: -όν, ὡς τὸ ἐπαγωγός, ἑλκυστικός, θελκτικός, πειστικός, Θουκ. 1. 21, πρβλ. Πλάτ. Ὅρ. 414Ε˙ προσαγωγὸν μειδιᾶν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 11˙ μετὰ γεν., διεγείρων, διεγερτικός, πρ. ἐπιθυμιῶν τέχναι Διον. Ἁλ. 2. 28.

Middle Liddell

προσαγωγός, όν [from προσάγω
attractive, persuasive, Thuc., Luc.

English (Woodhouse)

attractive

⇢ Look up "προσαγωγός" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

persuasive

Azerbaijani: tutarlı, inandırıcı, qaneedici, sübutlu, əsaslı; Bulgarian: убедителен; Catalan: persuasiu; Chinese Mandarin: 有說服力的/有说服力的; Czech: přesvědčivý; Finnish: suostutteleva, vakuuttava; French: persuasif, convaincant; Galician: persuasivo, persuasor; German: überzeugend, Überredungs-; Greek: πειστικός; Ancient Greek: ἄμαχος, ἀναπειστήριος, ἀξιοτέκμαρτος, ἀποδεικτικός, ἀσφαλής, δυσωπητικός, εὐπειθής, εὐπιθής, κωτίλος, παραρρητός, πειθός, πειστήριος, πειστικός, περαντικός, πιθανός, πιστευτικός, πιστικός, προσαγωγός, προτρεπτικός, συνακτικός, συνερκτικός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Latin: suasorius; Polish: przekonujący, przekonywający; Portuguese: persuasivo, persuasível, convincente, persuasório; Romanian: convingător, persuasiv; Russian: убедительный; Serbo-Croatian Roman: persuazivan, uvjerljiv; Spanish: persuasivo, convincente, persuasor, persuasorio; Swedish: övertygande