ἀπάθεια

From LSJ
Revision as of 08:56, 7 August 2024 by Spiros (talk | contribs)

πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπάθεια Medium diacritics: ἀπάθεια Low diacritics: απάθεια Capitals: ΑΠΑΘΕΙΑ
Transliteration A: apátheia Transliteration B: apatheia Transliteration C: apatheia Beta Code: a)pa/qeia

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ,
A impassibility, of things, opp. πάθος, Arist.Ph.217b26, Metaph.1046a13: pl., opp. πάθη, Epicur.Ep.1p.25U., S.E.M.10.224.
II of persons, insensibility, apathy, Arist.EN1104b24, de An.429a29; ἀ. τῶν κακῶν insensibility to.., Thphr. HP 9.15.1; ἀ. περί τι Arist.APo.97b23, Rh.1383b16.
2 as Stoic term, freedom from emotion, Dionys.Stoic.3.35, cf. Arr.Epict.4.6.34, al., Plu.2.82f; spelt ἀπαθία in Antip.Stoic.3.109, Phld.Sto.Herc.339.7.
III absence of injury, σῴζεσθαι δι' ἀπάθειαν ἀνακαμπτόμενα for the sake of immunity, Arist.PA682b21.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀπαθία Antip.Stoic.3.109, Phld.Sto.p.63
1 falta de daño, insensibilidad de algunos insectos ὅπως ... σῴζηται δι' ἀπάθειαν Arist.PA 682b21, como causada por la densidad de un cuerpo, Arist.Ph.217b26, de los átomos, Leucipp.A 13.
2 impasibilidad, falta de pasión en sent. meliorativo, normalmente op. πάθη: ἀπάθεια ἕξις καθ' ἣν ἀνέμπτωτοί ἐσμεν εἰς πάθη Pl.Def.413a, ἡ ἕξις ἀπαθείας τῆς ἐπὶ τὸ χεῖρον καὶ φθορᾶς Arist.Metaph.1046a13, cf. Epicur.Ep.[2] 73, S.E.M.10.224
como def. de la virtud, Arist.EE 1222a3, EN 1104b24, de An.429a29
como característica del sabio estoico carencia de pasiones o emociones Dionys.Stoic.1.93 (tít.), 3.35, cf. Arr.Epict.4.6.34, Ph.1.85, 113, Plu.2.82f
ἀπάθεια τῶν κακῶν = insensibilidad ante los males Thphr.HP 9.15.1, cf. Teles p.12.6
falta de emoción ἀπάθεια ἡ περὶ τὰς τύχας Arist.APo.97b23, cf. Demetr.Eloc.194
en sent. peyor. impasibilidad, indiferenciaἀναισχυντία ... ἀπάθεια περὶ ταῦτα Arist.Rh.1383b15, ante la divinidad, Plu.2.165b.

German (Pape)

[Seite 274] ἡ, Unempfindlichkeit, Stumpfsinn, Plat. Def. 413 a; Arist. eth. 2, 3; öfter Plut. πρὸς τὸθεῖον. Bei den Stoikern = Leidenschaftslosigkeit, Plut.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
calme de l'âme, impassibilité.
Étymologie: ἀπαθής.

Russian (Dvoretsky)

ἀπάθεια:
1 физ. отсутствие состояния, т. е. бескачественность (sc. τῆς ὕλης Arst.);
2 отсутствие страданий: δι᾽ ἀπάθειαν Arst. безболезненно;
3 нечувствительность, невосприимчивость (Plat.; περί τι Arst.);
4 филос. бесстрастие, невозмутимость (ἐν ἡδοναῖς καὶ πόνοις Plut.; πάθη καὶ ἀπάθειαι Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάθεια: ἡ, ἔλλειψις αἰσθήσεως, ἀναισθησία, ἐπὶ πραγμάτων, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ πάθος, Ἀριστ. Φυσ. 4. 9, 11· μεταφ. 8. 1, 5. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀναισθησία, ἀπάθεια, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 3, 5, Περὶ ψυχ. 3. 4, 5 ἀπάθεια κακῶν Θεοφρ. Α. Ἱστ. Φ. 9. 15, 1· ἀπ. περὶ τι Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 13, 18, Ρητ. 2. 6, 2. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, ἡσυχία, ἔλλειψις πάθους, ἡ κατάστασις τοῦ κατ’ αὐτοὺς ἀληθοῦς σοφοῦ, τὸ τοῦ Ὁρατίου nil admirari, πρβλ. Heyne Ἐπίκτ. 12. 29· κατὰ πληθ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 224. ΙΙΙ. ἔλλειψιςἀπουσία παθημάτων, δι’ ἀπάθειαν, χωρὶς νὰ ὑποφέρῃ τις πόνον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6. 6.

Greek Monolingual

η (AM ἀπάθεια)
αταραξία
αρχ.
1. έλλειψη αίσθησης
2. (στη φιλοσοφία των Επικούρειων και ιδιαίτερα των Στωικών) η εσωτερική ισορροπία, η γαλήνη του πνεύματος, η απελευθέρωση από τα πάθη, η πλήρης αυτοκυριαρχία
3. απουσία παθήματος, κατάσταση χωρίς πόνο.

Greek Monotonic

ἀπάθεια: ἡ, έλλειψη συναίσθησης ή αίσθησης, αναισθησία, έλλειψη παθών, σε Αριστ.

Middle Liddell

[from ἀπαθής
want of sensation, insensibility, Arist.