προσαποδίδωμι
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
A pay as a debt besides, ἀργύριον Hyp.Eux.17, cf. IG12.374.104,265, D.41.27 (Pass.); ἂν… δέῃ κέρματ' ἀποδοῦναι, προσαπέδωκεν Ἀττικά Diph.66.13: metaph., π. αἰσχύνην τοῖς ἐργασαμένοις Plu.2.20b.
2 Med., sell besides, Plb.31.22.4.
II add by way of completing, ἐκεῖνο τοῖς εἰρημένοις D.H.Dem.54; αἰτίας, ἀποδείξεις, Ph.1.457,358; τὰ λειπόμενα τῷ λόγῳ π. Plu.2.1100e, cf. Str.12.4.10, J.Ap.1.35; state further, Theophrastus CP6.7.2, Demetr. Lac. Herc. 1055.13; add to a remedy, Dsc.1.30, 2.76.9; finish off a bandage, Gal.18(1).771,796, al.
German (Pape)
[Seite 751] noch dazu wiedergeben oder als Schuld abtragen, Dem. 41, 27, im pass., u. Sp.
French (Bailly abrégé)
f. προσαποδώσω, ao. προσαπέδωκα, etc.
1 rendre ou acquitter en outre;
2 ajouter comme complément : τί τινι une ch. à une autre.
Étymologie: πρός, ἀποδίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
προσαποδίδωμι:
1 сверх того отдавать, уплачивать Dem.;
2 добавлять (οὐδὲν παρά τι Arst.; τὰ λειπόμενα τῷ λόγῳ Plut.);
3 приписывать (τὴν αἰσχύνην καὶ βλάβην τινί Plut.);
4 med. продавать (τι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
προσαποδίδωμι: πληρώνω ὡς ὀφειλὴν προσέτι, Ὑπερείδης ὑπὲρ Εὐξενίππου, ΙΙΙ, 17, Blass, Δημ. 1036. 13· ἂν δ’ αὐτὸν δέῃ κέρματ’ ἀποδοῦναι, προσαπέδωκεν Ἀττικὰ Δίφιλος ἐν «Πολυπράγμονι» 1. 13· μεταφορ., π. αἰσχύνην τινὶ Πλούτ. 2. 20Β. ― Μέσ., πωλῶ προσέτι, τι Διοδ. Ἐκλογ. 585. 9. ΙΙ. προσθέτω τι εἴς τι ὡς συμπλήρωμα, ἐκεῖνο τοῖς εἰρημένοις Διον. Ἁλ. π. Δημ. 54· τὰ λειπόμενα τῷ λόγῳ πρ. Πλούτ. 2. 1100Ε, πρβλ. Στράβ. 566.
Greek Monolingual
Α ἀποδίδωμι
1. καταβάλλω κάτι ακόμη για να εξοφλήσω ένα χρέος
2. προσθέτω κάτι ως συμπλήρωμα σε κάτι άλλο
3. προσθέτω σε φάρμακο
4. βεβαιώνω ακόμη περισσότερο
5. (σχετικά με επίδεσμο) αποπερατώνω, αποτελειώνω
6. μέσ. προσαποδίδομαι
πουλώ κάτι ακόμη.
Greek Monotonic
προσαποδίδωμι: μέλ. -δώσω,
I. πληρώνω ως παραπάνω οφειλή, σε Δημ.
II. προσθέτω κάτι ως συμπλήρωμα, σε Στράβ.
Middle Liddell
fut. -δώσω
I. to pay as a debt besides, Dem.
II. to add by way of completing, Strab.