γεφυρόω
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
(γέφυρα)
A dam up (cf. γέφυρα 1), γεφύρωσεν δέ μιν (sc. τὸν ποταμὸν ἡ πτελέη) Il.21.245; but in Prose, γ. τὸν ποταμόν throw a bridge over it, Hdt.4.118; Βόσπορον ib.88; τοὺς τῆς θαλάττης τροχούς Pl.Criti.115c; ἐγεφυρώθη ὁ πόρος Hdt.7.36; πλοίοις τὴν διάβασιν γ. Plb.3.66.6; also, dam, ποταμοὺς νεκροῖς Luc.DMort.12.2; τὰ δύσπορα Id.Demon.1, cf. Nonn. D.27.185.
2 make into a causeway or embankment, γεφύρωσεν δὲ κέλευθον Il.15.357.
3 metaph, νόστον Ἀτρείδαις γ. Pi.I.8(7) 51.
Spanish (DGE)
(γεφῡρόω) 1 formar o servir de terraplén, formar un paso, hacer practicable γεφύρωσεν δὲ κέλευθον Il.15.357, ἡ δ' ... γεφύρωσεν δέ μιν (ποταμόν) αὐτὸν εἴσω πᾶσ' ἐριποῦσ' Il.21.245.
2 tender un puente sobre τὸν ποταμόν Hdt.4.118, Hdn.7.1.5, Βόσπορον Hdt.4.88, τοὺς τῆς θαλάττης τροχούς Pl.Criti.115c, γ. λίθοις formar un puente con piedras, IG 13.79.6 (V a.C.), πλοίοις τὴν διάβασιν γ. tender un puente de barcas para permitir el paso Plb.3.66.6, cf. Plu.Ant.32, γ. τὰ δύσπορα hacer practicables con puentes los pasos difíciles Luc.Demon.1, cf. Nonn.D.27.185, en v. pas. ἐγεφυρώθη ὁ πόρος Hdt.7.36
•fig. γεφύρωσέ τ' Ἀτρεΐδαισι νόστον tendió a los Atridas el puente del regreso Pi.I.8.51, τοὺς ποταμοὺς γ. νεκροῖς Luc.DMort.25.2, cf. Plu.2.340e.
German (Pape)
[Seite 487] dämmen, brücken; Hom. zweimal, in der Bedeutung »dämmen«, nicht »brücken«, vgl. γέφυρα; beide Male in der Form γεφύρωσεν, mit der Arsis des fünften Fußes schließend: Iliad. 15, 357 Ἀπόλλων ῥεῖ' ὄχθας καπέτοιο βαθείης ποσσὶν ἐρείπων ἐς μέσσον κατέβαλλε, γεφύρωσεν δὲ κέλευθον μακρὴν ἠδ' εὐρεῖαν, ὅσον τ' ἐπὶ δουρὸς ἐρωὴ γίγνεται; 21, 245, Achilleus im Skamander, ὁ δὲ πτελέην ἕλε χερσὶν εὐφυέα μεγάλην· ἡ δ' ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα κρημνὸν ἅπαντα διῶσεν, ἐπέσχε δὲ καλὰ ῥέεθρα ὄζοισιν πυκινοῖσι, γεφύρωσεν δέ μιν αὐτὸν
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. γεφυρώσω;
1 dans Hom. couvrir d'une chaussée : γ. κέλευθον IL rendre le chemin praticable par une chaussée, frayer un chemin ; γεφύρωσε (ποταμὸν) ἡ πτελεή IL l'orme s'étendit sur le fleuve comme une chaussée;
2 après Hom. jeter un pont sur : ποταμόν HDT sur un fleuve ; γ. νεκροῖς LUC faire un pont de cadavres ; Pass. être rendu accessible au moyen d'un pont.
Étymologie: γέφυρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γεφυρόω γέφυρα
1. een dam opwerpen: met acc. v. h. inw. obj.. γεφύρωσεν... κέλευθον hij maakte een pad in de vorm van een dam Il. 15.357.
2. afdammen, met acc.: γεφύρωσεν δέ μιν en hij (de boom) damde hem (de rivier) af Il. 21.245; τοὺς ποταμοὺς γεφυρῶσαι νεκροῖς de rivieren afdammen met lijken Luc. 77.25.2.
3. overbruggen, met acc.:; γ. τὸν πόταμον een brug bouwen over de rivier Hdt. 4.118.1; overdr. toegankelijk maken:. γεφυρῶν τὰ δύσπορα moeilijk begaanbare plaatsen toegankelijk maken Luc. 9.1.
Russian (Dvoretsky)
γεφῡρόω:
1 мостить, прокладывать (κέλευθον εὐρεῖν Hom.): γ. τὰ δύσπορα Luc. прокладывать пути через непроходимые места;
2 запруживать, преграждать (ἡ πτελέη γεφύρωσε ποταμόν Hom.; ποταμοὶ νεκροῖς γεγεφυρωσμένοι Plut.);
3 снабжать мостом: γ. ποταμόν Her., Plat., Plut. наводить мост через реку; τοῖς ποταμίοις πλοίοις γ. τὴν διάβασιν Polyb. строить переправу из речных судов; ἐγεφυρώθη ὁ πόρος Her. мосты для переправы были построены; γ. νόστον τινί Pind. обеспечить кому-л. возвращение домой.
Greek (Liddell-Scott)
γεφῡρόω: (γέφυρα) συνδέω διὰ γεφύρας, καθιστῶ διαβατὸν διὰ γεφύρας, γεφύρωσε δὲ μιν (ἐνν. τὸν ποταμὸν) ἡ πτελέη, ἡ πεσοῦσα πτελέα ἀπετέλεσε γέφυραν ὑπεράνω τοῦ ποταμοῦ, Ἱλ. Φ. 245· οὕτω παρὰ πεζοῖς, γ. τὸν ποταμόν, κάμνω γέφυραν ὑπεράνω αὐτοῦ, Ἡρόδ. 4. 118, πρβλ. 88, Πλάτ. Κριτ. 115C· ἐγεφυρώθη ὁ πόρος Ἡρόδ. 7. 36· ποταμὸν πλοίοις γ. Πολύβ. 3. 66, 6· νεκροῖς Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 2. 2) κάμνω [δίοδόν τινα] ὡς γέφυραν, γεφύρωσε κέλευθον, ἔκαμε δρόμον διὰ γεφύρας, γεφυρωτόν, Ἰλ. Ο. 327· νόστον Ἀτρείδαις γ. Πίνδ. Ι. 8(7). 111. ΙΙ. ὑπερασπίζω διὰ προχώματος (πρβλ. ἀπογεφ-), Εὐσ. Χρον.
English (Slater)
γεφῡρόω
1 bridge, met., open γεφύρωσέ τΑτρείδαισι νόστον Achilles sc. (I. 8.51)
Greek Monotonic
γεφῡρόω: (γέφυρα), μέλ. -ώσω,
1. γεφυρώνω, κάνω κάτι διαβατό, προσπελάσιμο μέσω γέφυρας· γεφύρωσε δέ μιν (ενν. τὸν ποταμὸν ἡ πτελέη), το πεσμένο δέντρο έκανε μια γέφυρα πάνω από το ποτάμι, σε Ομήρ. Ιλ.· γεφυρόω τὸν ποταμόν, χτίζω γέφυρα πάνω από τον ποταμό, σε Ηρόδ.· ἐγεφυρώθη ὁπόρος, στον ίδ.
2. φτιάχνω (ένα πέρασμα), όπως η γέφυρα· γεφύρωσε κέλευθον, έκανε δρόμο με γέφυρα, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
γέφυρα
1. to bridge over, make passable by a bridge, γεφύρωσε δέ μιν (sc. τὸν ποταμὸν ἡ πτελέη) the fallen tree made a bridge over the river, Il.; γ. τὸν ποταμόν to throw a bridge over it, Hdt.; ἐγεφυρώθη ὁ πόρος Hdt.
2. to make [a passage like a bridge, γεφύρωσε κέλευθον he made a bridge- way, Il.