ἅλων
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
ωνος, ἡ, = ἅλως (usu. in sense 1), rare in nom., Theophrastus Sign. 31 (pl., in sense 11.1), LXX Ho.9.2, BGU651.5 (ii A.D.); more freq. in oblique cases, BCH39.55 (Arcad., iv B.C., in sense of plantation (?)), PLille13.3, Arist.Vent.973a14, LXX Ge.50.10, etc.
Spanish (DGE)
-ωνος, ἡ
• Alolema(s): tb. ἄλων Hsch.s.u. ἀλωνίζουσα
I huerto, plantel, Schwyzer 664.11, 24 (Orcómeno IV a.C.).
II 1era Arist.Vent.973a14, LXX Ge.50.10, Os.9.2, Ru.3.2, PCair.Zen.176.211 (III a.C.), PSI 173.14 (II a.C.), 1021.27 (II a.C.), PSarap.1.11 (II d.C.), 22a.15 (II d.C.), PPetaus 57.4 (II d.C.), PFlor.355.1 (II d.C.), BGU 651.5 (II d.C.), PLille.13.3, PMich.609.14 (III d.C.), 1Ep.Clem.56.15, I.AI 20.181.
2 parva πατοῦσιν ἅλωνα ἐν ἁμάξαις LXX Is.25.10, διακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα Eu.Matt.3.12, cf. Eu.Luc.3.17.
III halo αἱ ἅλωνες περὶ τὴν σελήνην Thphr.Sign.31.
German (Pape)
[Seite 113] ωνος, ἡ, die Tenne, Aristot. u. Sp., bes. N.T. in cass. obliquis.
Russian (Dvoretsky)
ἅλων: ωνος (ᾰ) ἡ Arst., NT = ἅλως.
Greek (Liddell-Scott)
ἅλων: -ωνος, ἡ, = ἅλως, εὕρηται δὲ ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσιν, Ἀριστ. π. Ἀνέμ. 3, Ἀποσπ. 238. 4.
English (Strong)
probably from the base of εἱλίσσω; a threshing-floor (as rolled hard), i.e. (figuratively) the grain (and chaff, as just threshed): floor.
English (Thayer)
(ωνος, ἡ (in the Sept. also ὁ, cf. ἡ ἅλως, genitive ἅλω, a ground-plot or threshing-floor, i. e., a place in the field itself, made hard after the harvest by a roller, where the grain was threshed out: ἅλων is the heap of grain, the flooring, already indeed threshed out, but still mixed with chaff and straw, like Hebrew גֹּרֶן, Sept. in each place ἅλωνα); (others adhere to the primary meaning. Used by Aristotle, de vent. 3, Works, 2:973{a} 14).
Greek Monolingual
ἅλων (-ωνος), η (Α)
1. (ιδιαίτερα στις πλάγιες πτώσεις) ἅλως αλώνι
2. (στον πληθ. το «αλώνι» του φεγγαριού (βλ. άλως).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε υποχωρητικά από τη μτγν. γενική ἅλωνος του αττικόκλιτου ουσ. ἅλως, ο (βλ. και αλωή).
ΠΑΡ. ἁλώνιον.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλωνοφύλακας
αρχ.
ἁλωνοφύλαξ].
Greek Monotonic
ἅλων: -ωνος, ἡ = ἅλως, βρίσκεται στις πλάγιες πτώσεις, σε Αριστ.
Middle Liddell
= ἅλως found in the obl. cases, Arist.]
Chinese
原文音譯:¤lwn 哈朗
詞類次數:名詞(2)
原文字根:打穀(場)
字義溯源:打穀場*,場;比較(ἑλίσσω)=盤繞或包裹*)
同源字:1) (ἀλοάω)踐踏,踹谷 2) (ἅλων)打穀場 3) (μητραλῴας / μητρολῴας)弒母者 4) (πατραλῴας / πατρολῴας)弒父者
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編:
1) 場(2) 太3:12; 路3:17
French (New Testament)
ωνος (ἡ) aire de battage
[v. ἅλως]