πρεσβυγένεια
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
Ion. πρεσβυγενείη, ἡ, seniority of birth, Hdt.6.51, Plu.2.636e.
German (Pape)
[Seite 699] ἡ, ältere Geburt, Erstgeburt; Her. 6, 51; Plut. Symp. 2, 3, 2 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ancienneté d'âge.
Étymologie: πρεσβυγενής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρεσβυγένεια -ας, ἡ, Ion. πρεσβυγενείη [πρεσβυγενής] eerstgeboorterecht.
Russian (Dvoretsky)
πρεσβῠγένεια: ἡ старшинство, первородство Plut.: κατὰ πρεσβυγένειαν Her. по праву первородства.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, ιων. τ. πρεσβυγενείη, Α πρεσβυγενής
η ιδιότητα του πρεσβυγενούς, του πρωτότοκου, προτεραιότητα στη γέννηση, τα πρωτοτόκια.
Greek Monotonic
πρεσβῠγένεια: προτεραιότητα στη γέννηση, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
πρεσβῠγένεια: ἡ, προτεραιότης γεννήσεως, Ἡρόδ. 6. 51, Πλούτ. 2. 636D.