εὐπέτεια
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
Ion. εὐπετείη, ἡ,
A ease, δι' εὐπετείας = easily, E.Ph.262; μετ' εὐπετείας γίγνεσθαι Pl.Ti.64d; κατὰ πολλὴν εὐπέτειαν D.H.6.52: pl., εὐπετείας διδόναι = give facilities, grant indulgences, κακίας πέρι Pl.R. 364c.
2 easiness of getting or easiness of having, γυναικῶν Hdt.5.20; τροφῆς X.Oec.5.5; τῶν προθυμουμένων Pl.Lg.718d; ἀγορᾶς Plu.Nic.20.
3 easy decline, degeneration, Hp.Nat.Hom.12.
German (Pape)
[Seite 1088] ἡ, Leichtigkeit, bes. Etwas zu erlangen, γυναικῶν Her. 5, 20, wie Plat. mit ἀφθονία verbunden, Legg. IV, 718 d; τροφῆς εὐπέτειαν π αρέχειν, reichlich Nahrung darbieten, der εὐμάρεια entsprechend, Xen. Oec. 5, 5; τῆς ἀγορᾶς Plut. Nic. 20, Leichtigkeit der Zufuhr; – δι' εὐπετείας, leicht, Eur. Phoen. 262 u. Sp.; auch κατ' εὐπέτειαν, D. Hal. 6, 52; μετ' εὐπετείας, Plat. Tim. 64 d. – Übertr., εὐπέτειαν διδόναι Plat. Rep. II, 364 c.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 facilité à obtenir : κατ' εὐπέτειαν, μετ' εὐπετείας facilement, en toute facilité;
2 grande quantité, abondance.
Étymologie: εὐπετής.
Russian (Dvoretsky)
εὐπέτεια: ἡ
1 легкость: δι᾽ εὐπετείας Eur. и μετ᾽ εὐπετείας Plat. четко, с легкостью; εὐπετείας διδόναι Plat. облегчать, оказывать снисхождение;
2 доступность, возможность свободно пользоваться (γυναικῶν Her.; τροφῆς Xen.; τῶν προθυμουμένων Plat.): ἀφελέσθαι τινὸς τῆς ἀγορᾶς τὴν εὐπέτειαν Plut. отрезать кому-л. пути к доставке продовольствия.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπέτεια: ἡ, εὐκολία, δι᾿ εὐπετείας, εὐκόλως, Εὐρ. Φοίν. 262· μετ᾿ εὐπετείας Πλάτ. Τίμ. 64D· κατ᾿ εὐπέτειαν Διον. Ἁλ. 6. 52: - ἐν τῷ πληθ., εὐπετείας διδόναι, παρέχειν εὐκολίας, κακίας πέρι Πλάτ. Πολ. 364C. 2) εὐκολία περὶ τὸ λαμβάνειν ἢ ἔχειν, Λατ. copia, Ἡρόδ. 5. 20· τροφῆς Ξεν. Οἰκ. 5. 5· τῶν προθυμουμένων Πλάτ. Νόμ. 718D· ἀγορᾶς Πλουτ. Νικ. 20. 3) ἀσθένεια, ἀδυναμία σώματος, Ἱππ. 230. 27.
Greek Monolingual
εὐπέτεια και ιων. τ. εὐπετείη, ἡ (Α) ευπετής
1. ευκολία, ευχέρεια
2. αφθονία, περίσσεια
3. αδυναμία, καχεξία, μαρασμός του σώματος.
Greek Monotonic
εὐπέτεια: ἡ,
1. ευκολία, δι' εὐπετείας, εύκολα, σε Ευρ.· πληθ., εὐπετείας διδόναι, παροχή ευκολιών, προσφορά ανέσεων, σε Πλάτ.
2. ευκολία λήψης ή κατοχής πράγματος, με γεν., σε Ηρόδ., Ξεν.
Middle Liddell
εὐπέτεια, ἡ,
1. ease, δι' εὐπετείας easily, Eur.:—pl., εὐπετείας διδόναι to give facilities, Plat.
2. easiness of getting or having a thing, c. gen., Hdt., Xen. [from εὐπετής
Translations
weakness
Arabic: ضِعْف; Egyptian Arabic: ضعف; Asturian: debilidá; Azerbaijani: zəiflik; Belarusian: слабасць; Bulgarian: слабост; Catalan: debilitat, feblesa; Chinese Mandarin: 虛弱, 虚弱, 軟弱, 软弱, 薄弱, 薄弱; Czech: slabost; Danish: svaghed; Dutch: zwakte; Esperanto: malforto, malforteco; Finnish: heikkous, voimattomuus; French: faiblesse; Galician: debilidade, fraqueza; Georgian: სისუსტე, უღონობა, უძლურება, უსუსურობა, უნიათობა; German: Schwäche; Gothic: 𐌿𐌽𐌷𐌰𐌹𐌻𐌹; Greek: αδυναμία; Ancient Greek: ἀδράνεια, ἀδυναμία, ἀδυναμίη, ἀδυνασία, ἀδυναστία, ἀδυνατία, ἀλαπαδνοσύνη, ἀμαυρότης, ἀμυδρότης, ἀνηπελίη, ἀρρωστία, ἀρρωστίη, ἀσθένεια, ἀσθένημα, ἀσθένωσις, ἀφαυρότης, ἐλάσσωμα, ἐλάττωμα, εὐπέτεια, εὐπετείη, θρύψις, ἰσχνότης, κακότης, μαλακία, μαλακίη, νωθρότης, ὀλιγηπελία, ὀλιγηπελίη, ὀλιγοδρανία, σαθρότης, τὸ ἀσθενές, χώλανσις; Hebrew: חולשה; Hungarian: gyengeség; Interlingua: debilitate; Irish: anacmhainn, aimhneart, anbhainne, cloíteacht, éadaingne, éagruas, fainne, lag, lagachar, lagar, lagbhrí, laige, léiriú, lobhra, meirbhe, meirfean, meirtne, taise, time, tláithe, tlás, tréithe; Italian: debolezza, cagionevolezza, fievolezza; Japanese: 弱さ, 弱小, 脆弱; Korean: 약함; Latin: infirmitas, debilitas; Macedonian: слабост; Malayalam: ബലഹീനത, ദുർബലത, ക്ഷീണം; Maori: hārorerore, māruru; Norwegian Bokmål: svakhet; Nynorsk: svakheit; Occitan: debilitat, feblesa; Old Church Slavonic Cyrillic: слабость; Old East Slavic: слабость; Old English: untrumnes; Polish: słabość; Portuguese: fraqueza; Russian: слабость; Serbo-Croatian Cyrillic: слабост; Roman: slabost; Slovak: slabosť; Slovene: šibkost; Spanish: debilidad, flaqueza; Swahili: ajizi; Swedish: svaghet; Tagalog: kahinaan; Thai: ความอ่อนแอ; Turkish: sıskalık, zayıflık, argınlık, çelimsizlik; Ukrainian: слабість, слабкість; Walloon: flåwté, flåwisté, fweblesse; Welsh: gwendid