παραλέγω

From LSJ
Revision as of 05:51, 24 September 2023 by Spiros (talk | contribs)

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλέγω Medium diacritics: παραλέγω Low diacritics: παραλέγω Capitals: ΠΑΡΑΛΕΓΩ
Transliteration A: paralégō Transliteration B: paralegō Transliteration C: paralego Beta Code: parale/gw

English (LSJ)

A pluck out superfluous hair, Hsch.:—Pass., παραλέλεξαι = you have had your eyebrows plucked. Ar.Ec.904 (lyr.); παραλελέχθαι τὰς τρίχας Poll.2.35.
II Med., παραλέγεσθαι τὴν γῆν sail along or coast along, Hanno Peripl.11, D.S.14.55, Peripl.M.Rubr.60; τὴν Ἰταλίαν D.S.13.3; τὴν Κρήτην Act.Ap.27.8, 13: abs., Str.13.1.22.
III speak beside the purpose, wander in one's talk, rave, πολλὰ π. Hp.Epid.1.18, 26.δ':—Med., παραλεξάμενος speaking beside the point, Phld.Rh.1.101 S.
2 speak incidentally, μῦθον Plu.2.653e:—Pass., to be cited, ἐπὶ παραδείγματος Aen.Tact.4.7.
3 add to what one has said, BGU 665 ii 15 (i A. D.).

German (Pape)

[Seite 486] 1) daneben legen, gew. im med. sich neben Jemand legen, τινί; Hom. vom Beischlaf außer der Ehe, Il. 2, 515. 6, 198; H. h. Ven. 168; mit dem Beisatz ἐν φιλότητι, Il. 14, 237; νεφέλᾳ παρελέξατο, Pind. P. 2, 36; übh. von der Begattung, Il. 20, 224; auch von der Frau, Bettgenossinn, Gattinn sein, τινί, Il. 24, 676 Od. 4, 315; Hes. Th. 278; sp. D. – 2) irrereden, bes. von Kranken, in Fieberzuständen, delirare, Hippocr. u. sp. Medic. – 3) Med., παραλέγομαι γῆν, am Lande vorbei-, an der Küste hinfahren, D. Sic. 13, 3 u. öfter, u. a. Sp. – 4) wie παρατίλλομαι, sich die unnützen Haare, bes. der 35 wird παραλελέχθαι τὰς τρίχας erkl. τὰς περιττὰς ἀφαιρεῖσθαι; u. so sagt Ar. Eccl. 904 von einer alten Frau παραλέλεξαι κἀντέτριψαι.

French (Bailly abrégé)

dire par hasard, acc..
Étymologie: παρά, λέγω³.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-λέγω, perf. med.-pass. παραλέλεγμαι wartaal uitslaan, ijlen haar uittrekken, epileren, med.-pass.. σὺ δ’... παραλέλεξαι en jij bent geëpileerd Aristoph. Eccl. 904. med. langs de kust varen. NT Act. Ap. 27.8.

Russian (Dvoretsky)

παραλέγω:
1 мимоходом рассказывать (μῦθον Plut.);
2 выдергивать, вырывать (sc. τὰς τρίχας Arph.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, παραλέω Ν
νεοελλ.
1. λέω πράγματα που φαίνονται ή είναι υπερβολικά, απίστευτα, υπερβάλλω σε όσα λέω («μην τά παραλές» — μην είσαι υπερβολικός, μην τά μεγαλοποιείς)
2. λέω πολλά, φλυαρώ
αρχ.
(το ενεργ. και το παθ.)
1. αποσπώ τις περιττές τρίχες («παραλελέχθαι τὰς τρίχας», Πολυδ.)
2. λέω ανοησίες, παραλαλώ
3. κάνω προσθήκη σε κάτι που ήδη έχει λεχθεί
4. (το μέσ. και παθ.) παραλέγομαι
α) παραπλέω
β) μιλώ εκτός θέματος
γ) μιλώ τυχαία, περιστασιακά
δ) αναφέρομαι σε κάτι, μνημονεύω
5. φρ. «παραλέγεσθαι τὴν γῆν» — περνώ με το πλοίο μπροστά από έναν τόπο.

Greek Monotonic

παραλέγω: μέλ. -ξω·
1. ξαπλώνω δίπλα — Μέσ., ξαπλώνω δίπλα ή μαζί με κάποιον άλλο, με δοτ. ὁδέ οἱ παρελέξατο λάθρη, σε Ομήρ. Ιλ.· Επικ. αορ. βʹ παρέλεκτο, σε Ομηρ. Ύμν., Αφροδ.
2. παραλέγεσθαι τὴν γῆν, πλέω κάτα μήκος ή παραπλέω στην ακτή, Λατ. legere oram, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

παραλέγω: πλαγιάζω πλησίον· ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πλαγιάζω πλησίον ἢ μετά τινος, ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως μετὰ γυναικὸς (μάλιστα λαθραίως), ὁ δὲ οἱ παρελέξατο λάθρη Ἰλ. Β. 515, πρβλ. Υ. 224, κτλ.· παραλέξομαι ἐν φιλότητι Ξ. 237· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς γυναικός, κοιμῶμαι πλησίον τινός, τῷ δὲ Βρισηὶς παρελέξατο Ω. 676, πρβλ. Ὀδ. Δ. 305· ἀόρ. συγκεκομμ. παρέλεκτο, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 168· ― κατὰ κωμικὴν μεταφοράν, τυρῷ καὶ μίνθῃ παραλεξάμενος καὶ ἐλαίῳ Κρατῖνος ἐν «Νόμοις» 4. 2) παραλέγεσθαι τὴν γῆν, παραπλεῖν. Λατ. legere oram, αἱ τριήρεις παρελέγοντο τὴν γῆν Διόδ. 14. 55· κἀκεῖθεν ἤδη παρελέγοντο τὴν Ἰταλίαν ὁ αὐτ. 13. 3· παρελέγοντο τὴν Κρήτην Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 8 καὶ 13· ― ἀπολ., παραλεκτέον ἐστίν, πρέπει τις νὰ παραπλεύσῃ, Στράβ. 591. ΙΙ. ὁμιλῶ ἀνοήτως, πλανῶμαι ἐν τοῖς λόγοις, «παραλαλῶ», «παραμιλῶ», Λατ. delirare, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 954, 976· ― ὁμιλῶ τυχαίως, μῦθον Πλούτ. 2. 653Ε. ΙΙΙ. ὡς τὸ παρατίλλω, ἐκβάλλω τὰς περιττὰς τρίχας, Ἡσύχ.· ― Παθ., παραλέλεξαι, «παρὰ τὸ τὰς ὑπερεχούσας (τρίχας) ἐν ταῖς ὀφρύσι παραλέγειν» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 904· «παραλελέχθαι δὲ (δηλ. τὰς τρίχας) τὸ τὰς περιττὰς ἀφαιρεῖσθαι» Πολυδ. Β΄, 35.

Middle Liddell

fut. ξω
1. to lay beside: Mid. to lie beside or with another, c. dat., ὁ δέ οἱ παρελέξατο λάθρη Il.;epic aor2 παρέλεκτο Hhymn.
2. παραλέγεσθαι τὴν γῆν to sail or coast along, Lat. legere oram, NTest.