ἐνάλιος
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, and ος, ον E.Andr.855 (nisi leg. ἐνάλου), Plu. Luc.39: Ep. and Lyr. also εἰνάλιος, α, ον ος, ον E.Hel.526, lyr.): (ἅλς B):—in the sea, on the sea, of the sea, κῆτος, κορῶναι, Od.4.443, 5.67, etc.; νομός Archil.74.8; εἰνάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺν σκευᾶς ἑτέρας while the rest of the tackle is at work fishing deep in the sea, Pi.P.2.79. cf. Theoc.21.39; ἐ. πόροι A.Pers.453; ἐνάλιος θεός, of Poseidon, S.OC888 (troch.), 1493 (lyr.); ἐνάλιος λεώς = seamen, Id.Aj.565; πόντου εἰναλία φύσις, i.e. the fish, Id.Ant.345 (lyr.); of islands, ἐ. Εὐβοιὶς αἶα Id.Fr. 255; ἐναλία Χθών, of Tyre, E.Ph.6.—Poet. word, used in later Prose, ἐ. νῆσοι Arist.Mu.392b19; δίαιται Plu.Luc.39; ὄργανα Porph.Antr.35.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): εἰν- Od.4.443, Thgn.576, Emp.B 72, Ar.Th.325, S.Ant.345, Call.Del.243, Theoc.21.39; ἐνν- Alc.44.7 (cj.), Pi.P.2.79, O.9.99; fem. -η Col.Memn.62.2 (imp.)
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [-ος, -ον E.Hel.526; Plu.Luc.39; dat. plu. masc. -οισι Theoc.l.c., fem. -αισι E.Tr.1095, Mosch.3.37]
marino, del mar de anim. κῆτος Od.l.c., κορῶναι Od.5.67, πόντου τ' εἰναλία φύσις de los peces, S.Ant.345, cf. Emp.l.c., Marc.Sid.1, φῶκαι Call.Del.243, λιμναῖαι ἢ εἰνάλιαι ὄρνιθες Arat.942, cf. D.P.Au.3.22, εἰνάλι' ὦ λαβύρινθε de una concha AP 6.224 (Theodorid.), θηρία Gal.10.128, cf. 15.754, Gr.Nyss.Res.251.25
•de dioses νύμφα de Tetis, Alc.l.c., cf. Col.Memn.l.c., Ζεῦ τ' ἐνάλιε A.Fr.46a.10, Νηρέος εἰναλίου τε κόραι Ar.l.c., cf. AP 7.1 (Alc.Mess.), ἐ. θεός de Posidón, S.OC 888, cf. Orác. en ITralleis 1.7 (II d.C.)
•de pers. λεώς S.Ai.565
•de lugares νομός Archil.206.8, χοιράδες Thgn.l.c., cf. Vett.Val.103.17, πόροι A.Pers.453, ἐναλία Εὐβοιὶς αἶα S.Fr.255, Φοίνισσα ἐναλία χθών de Tiro, E.Ph.6, εἰνάλιαι πλάται del mar, E.Tr.1095, νῆσοι Arist.Mu.392b19, Call.Del.154, cf. Mosch.l.c.
•de cosas τύμβος Pi.O.9.99, κώπη E.Hel.526, ὄργανα καὶ ἔργα Porph.Antr.35
•de abstr. πόνος Pi.P.2.79, cf. Theoc.l.c., δίαιται Plu.l.c.
German (Pape)
[Seite 826] α, ον, poet. εἰνάλιος, w. m. s., auch 2 Endgn, Eur. Andr. 855 Hel. 534; im Meere, πόροι, Meerfahrt, Aesch. Pers. 445; θεός, d. i. Poseidon, Soph. O. C. 892, wie Eur. Phoen. 1156; κόραι, Nereiden, Ar. Th. 325; ἐναλία θεός Eur. Andr. 253 I. A. 976; λεώς, Schiffsvolk, Ai. 562; δόρυ Pind. P. 4, 39; νῆσοι Arist. mund. 3; Αὐλίς, Φοίνισσα χθών, am Meere gelegen, Eur. I. A. 165 Phoen. 6; δίαιται ἐνάλιοι, Wohnungen auf dem Meere, Plut. Lucull. 39.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 qui est ou vit dans la mer;
2 qui vit sur mer;
3 qui concerne la mer ou les marins : ἐνάλιος θεός SOPH le dieu de la mer ou des marins (Poséidon).
Étymologie: ἐν, ἅλς¹.
Russian (Dvoretsky)
ἐνάλιος: эп.-дор. εἰνάλιος 3 и 2 (ᾰ)
1 морской (κορῶναι Hom.; ἄκατος Pind.; πόροι Aesch.; θεός Soph., Eur.; νῆσοι, ζῷα Arst.): εἰνάλιοι πόνοι Pind., Theocr. труды рыбаков; ἐ. λεώς Soph. мореплаватели, моряки; πόντου ἐναλία φύσις Soph. и τὸ τῶν ἐναλίων γένος Plut. = ἰχθύες;
2 приморский (χθών Eur.; δίαιται Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνάλιος: ᾰ, α, ον, καὶ ος, ον Εὐρ. Ἀνδρ. 855, Ἑλ. 526˙ Ἐπ. καὶ Λυρ. ὡσαύτως: εἰνάλιος (ἅλς): - θαλάσσιος, Λατ. marinus, κῆτος, κορῶναι Ὀδ. Δ. 443, Ε. 67, κτλ.˙ νομὸς Ἀρχίλ. 69˙ ἅτε γὰρ εἰνάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας ἀβάπτιστός εἰμι, φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας, καθότι ὡς ὁ φελλὸς ἐπιπλέει ἐν τῇ ἐπιφανείᾳ τῆς θαλάσσης, τῆς σαγήνης πονούσης ἐν τῷ βάθει πρὸς σύλληψιν ἰχθύων, οὕτω κἀγὼ ἀβάπτιστός εἰμι μένων ἐν τῇ ἐπιφανείᾳ, Πινδ. Π. 2. 144, πρβλ. Θεόφρ. 21. 39Ϗ ἐν. πόροι Αἰσχύλ. Πέρσ. 453˙ ἐνάλιος θεός, ὁ Ποσειδῶν, Σοφ. Ο. Κ. 888, 1497, Εὐρ.˙ ἐνάλιος λεώς, ναῦται, Σοφ. Αἴ. 565˙ πόντου εἰναλία φύσις, οἱ ἰχθύες, ὁ αὐτ. Ἀντιγ. 346˙ ἐπὶ νήσων, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 239˙ ἐν. χθών, περὶ τῆς Τύρου, Εὐρ. Φοίν. 6: - ποιητικὴ λέξις ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ἐν. νῆσοι Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 1˙ δίαιται Πλουτ. Λυκ. 39.
English (Autenrieth)
see εἰνάλιος.
English (Slater)
English (Strong)
from ἐν and ἅλς; in the sea, i.e. marine: thing in the sea.
English (Thayer)
ἐναλιον, or ἐνάλιος, ἐναλια, ἐναλιον (cf. Winer's Grammar, § 11,1)) ἅλς the sea), that which is in the sea, marine; plural τά ἐναλια marine animals, εἰνάλιος as old as Homer.)
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐνάλιος, -α, -ον και ἐνάλιος, -ον
Α επικ. και λυρικ. τ. εἰνάλιος, -α, -ον και -ος, -ον)
αυτός που βρίσκεται ή ζει στη θάλασσα, θαλάσσιος, θαλασσινός
(α. «ἐναλίων πόρων», Αισχ.
β. «ἐνάλιος λεώς» — οι ναυτικοί, Σοφ.
γ. «Νηρέος εἰναλίοι τε κόραι» — οι Νηρηίδες
δ. «ενάλιος πλούτος»)
αρχ.
1. (για νησί) αυτός που περιβρέχεται από θάλασσα («ἐνάλιος Εύβαιίς αἶα», Σοφ.)
2. παραθαλάσσιος («Αὐλίδα ἐναλίαν», «Φοίνισσαν ἐναλίαν χθόνα», Ευριπ.).
Greek Monotonic
ἐνάλιος: [ᾰ], -α, -ον ή -ος, -ον, ποιητ. εἰνάλιος (ἅλς),· αυτός που βρίσκεται μέσα ή πάνω από τη θάλασσα, ο θαλάσσιος, Λατ. marinus, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ἐν. λεώς, οι ναύτες, σε Σοφ.· πόντου εἰναλία φύσις, δηλ. τα ψάρια, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐν-ᾰ́λιος, η, ον adj adj [ἅλς]
in, on, of the sea, Lat. marinus, Od., Aesch., etc.; ἐν. λεώς sea men, Soph.; πόντου εἰναλία φύσις, i. e. fish, Soph.
Chinese
原文音譯:™n£lioj 恩阿利哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在內-鹽的
字義溯源:在海裏,水族;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(ἅλς)*=鹽)組成
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 水族(1) 雅3:7
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=θαλασσινός). Σύνθετο ἀπό τό ἐν + ἅλς (=θάλασσα).