ἀπεννέπω

From LSJ
Revision as of 06:52, 20 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεννέπω Medium diacritics: ἀπεννέπω Low diacritics: απεννέπω Capitals: ΑΠΕΝΝΕΠΩ
Transliteration A: apennépō Transliteration B: apennepō Transliteration C: apennepo Beta Code: a)penne/pw

English (LSJ)

Trag. word, also ἀπενέπω (only lyr. E.IA552),
A forbid: abs., A.Th.1058, E.Ph.1657; ἀ. τι forbid it, S.OC209; more freq. c. acc. et inf., ἀ. τινὰ ποιεῖν E.Med.813, Heracl.556; ἀ. τινὰ μὴ ποιεῖν Id.Ion1282, HF1295; ἀ. τινὰ θαλάμων order him from the chamber, Id.IA552(lyr.).
2 c. acc.rei, deprecate, ἀνδροκμῆτας δ'.. ἀπεννέπω τύχας A.Eu.957(lyr.).

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀπενέπω E.IA 552
1 prohibir, decir que no abs. ἀπεννέπω δ' ἐγώ A.Th.1053, κἂν ἀπεννέπῃ πόλις E.Ph.1657
c. ac. int. OI. ἀλλὰ μή -XO. τί τόδ' ἀπεννέπεις, γέρον; ED. Pero no ... CO. ¿A qué dices que no, viejo? S.OC 209.
2 apartar, impedir, vetar c. ac. de cosa ἀνδροκμῆτας δ' ἀώρους ἀπεννέπω τύχας A.Eu.957, c. ac. de pers. y gen. ἀπενέπω νιν ἀμετέρων ... θαλάμων rechazo a esta ... lejos de mi tálamo E.IA 552
c. ac. e inf. prohibir, impedir a uno hacer algo δρᾶν σ' ἀπεννέπω τάδε E.Med.813, οὐδ' ἀπεννέπω ... θνῄσκειν σ' E.Heracl.556, c. μή no traducible ἀπεννέπω σε μὴ κατακτείνειν ἐμέ E.Io 1282, ἀπεννέπουσά με μὴ θιγγάνειν γῆς E.HF 1295.

French (Bailly abrégé)

v. ἀπενέπω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεννέπω: Eur. тж. ἀπενέπω
1 запрещать (τι Soph.; τινὰ ποιεῖν или μὴ ποιεῖν τι Eur.);
2 запрещать или закрывать доступ, не допускать, отгонять (τινά τινος Aesch., Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεννέπω: τραγ. λέξις, ὡσαύτως ἀπενέπω (ἀλλὰ μόνον ἐν Λυρ. χωρίῳ, Εὐρ. Ι. Α. 553): - ὡς τὸ ἀπαυδάω, ἀπαγορεύω: ἀπολ., Αἰσχύλ. Θήβ. 1053, κτλ.· ἀπενν. τι, ἀπαγορεύειν, μὴ ἐπιτρέπειν, τί τόδ’ ἀπεννέπεις, γέρον; Σοφ. Ο. Κ. 209· συνηθέστερον μετὰ αἰτ. καὶ ἀπαρ. ἀπενν. τινὰ ποιεῖν Εὐρ. Μήδ. 813, Ἡρακλ. 556· ἀπ. τινὰ μὴ ποιεῖν ὁ αὐτ. Ἴων. 1282, κτλ.: - ἀπ. τινὰ θαλάμων, ἀποδιώκειν αὐτὸν ἐκ τῶν θαλάμων, ὁ αὐτ. Ι. Α. 553. 2) ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀποστέργω, ἀνδροκμῆτας δ’… ἀπεννέπω τύχας Αἰσχύλ. Εὐμ. 957.

Greek Monolingual

ἀπεννέπω κ. ἀπενέπω (Α)
1. απαγορεύω, δεν επιτρέπω
2. αποδοκιμάζω, αποστέργω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + εννέπω ή ενέπω «λέγω, αποτείνω τον λόγο»].

Greek Monotonic

ἀπεννέπω: σπανίως ἀπ-ενέπω·
I. απαγορεύω, σε Αισχύλ.· ἀπεννέπω τι, απαγορεύω κάτι, σε Σοφ.· με αιτ. και απαρ., ἀπεννέπω τινὰποιεῖν ή μὴ ποιεῖν τι, σε Ευρ.· ἀπεννέπω τινὰ θαλάμων, τον αποβάλλω, τον εκδιώκω από το δωμάτιο, στον ίδ.
II. αποστέργω, απεύχομαι, τι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

I. to forbid, Aesch.; ἀπ. τι to forbid it, Soph.; c. acc. et inf., ἀπ. τινὰ ποιεῖν or μὴ ποιεῖν τι Eur.:— ἀπ. τινὰ θαλάμων to order him from the chamber, Eur.
II. to deprecate, τι Aesch.