ἐναντίωμα
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
English (LSJ)
ἐναντιώματος, τό,
A anything opposite or opposed, obstacle, hindrance, Th.4.69, D.18.308, Plu.Lys.23; ἐχθροῖς ἐναντιώματα = opposition offered to the enemies, D.18.309.
2 incompatibility, Pl. R.524e: pl., conflicting impulses, ib.603d; differences, discrepancies, πρός τι Arist.PA695a18.
Spanish (DGE)
ἐναντιώματος, τό
I 1impedimento, δαιμόνιον Pl.Alc.1.103a, συμβεβηκέναι ἐ. D.18.308, cf. Plu.Lys.23
•frec. plu. impedimentos, contrariedades, adversidades ἀνθρώπινα Cat.Ps.118 Pal.162d2, cf. Vett.Val.26.18, c. dat. τοῖς ... ἐχθροῖς ἐναντιώματα D.18.309, cf. Aristid.Or.1.109, 47.45, c. giro prep. πρὸς ἀρετὴν Cat.Ps.118 Pal.6b1, c. gen. τῆς πόλεως Aristid.Or.1.316, 10.21.
2 oposición, resistencia de una ciudad asediada, Th.4.69, c. gen. subjet. τῶν Ἑλλήνων Aristid.Or.1.212.
II lóg.
1 contradicción, aspecto contradictorio μυρίων ... ἐναντιωμάτων ... ἡ ψυχὴ γέμει ἡμῶν nuestra alma está cargada de múltiples contradicciones Pl.R.603d, cf. 524e, del discurso, Arist.SE 174b20, Anaximen.Rh.1430a17, cf. Ath.187e, de la filosofía estoica, Plu.2.1047c, 1048c, μέγιστον ἐ. ... ἅμα μὲν πάθη ποιεῖν τῆς αἰσθήσεως ἅμα δὲ τοῖς σχήμασι διορίζειν Thphr.Sens.69 (= Democr.A 135), cf. Ach.Tat.Phaen.3.2.
2 diferencia πρὸς τὸ τῶν ὀρνίθων γένος del avestruz, Arist.PA 695a18
•diferencia, discrepancia οὐδὲν ἐκώλυσεν ἡμᾶς τὰ ὑπάρχοντα ἐναντιώματα ... συλλαβεῖν αὐτοῖς Aristid.Or.11.23.
German (Pape)
[Seite 827] τό, Widerstand, Hindernis; Thuc. 4, 69; Plat. Alc. I, 103 a; πρός τι, Plut. Lys. 23; das Gegentheil, der Gegensatz, Plat. Rep. VII, 524 e.
French (Bailly abrégé)
ἐναντιώματος (τό) :
opposition.
Étymologie: ἐναντιόομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐναντίωμα: ἐναντιώματος τό
1 противодействие, препятствие Thuc., Dem., Plut.;
2 противоположность, противоречие Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναντίωμα: τό, πᾶν τὸ ἐναντιούμενον, ἐμπόδιον, κώλυμα, Θουκ. 4. 69, Δημ. 328. 7· ἐχθροῖς ἐναντιώματα, ἀντίστασις ἐναντίον αὐτῶν, αὐτόθι 21· ἐν. πρός τι Πλουτ. Λύσ. 23. 2) ἀντίθεσις, ἀσυμφωνία, Πλάτ. Πολ. 524Ε, 603D.
Greek Monolingual
ἐναντίωμα, το (Α)
1. αυτό που εναντιώνεται σε κάτι, αντίθεση, κώλυμα, εμπόδιο, φραγμός
2. το ασυμβίβαστο, αδυναμία συμβιβασμού
3. πληθ. α) διαφορές, ασυμφωνίες
β) αντίθετες ή συγκρουόμενες τάσεις.
Greek Monotonic
ἐναντίωμα: ἐναντιώματος, τό (ἐναντιόομαι)·
1. εμπόδιο, κώλυμα, πρόσκομμα, σε Θουκ., Δημ.
2. αντίθεση, αντίσταση, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἐναντίωμα, ατος, τό, n ἐναντιόομαι
1. an obstacle, hindrance, Thuc., Dem.
2. a contradiction, discrepancy, Plat.
English (Woodhouse)
hindrance, impediment, obstacle, opposition, act of opposing, anything that hinders