Ἑλληνίς
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
Dor. Ἑλλανίς, Ἑλληνίδος, ἡ, = fem. of Ἑλλήνιος, Pi.P.11.50;
A ἀρεταὶ ἀέθλων Id.Pae.4.23, cf. Cratin.293, Lys.30.18, Th. 1.35, D.18.304, etc.; Ἑ. διάλεκτος, γλῶττα, Phld.D.3.14.
II Ἑλληνίς (sc. γυνή), ἡ, Grecian woman, E.El.1076, Men.79.
2 pagan woman, Jul.Ep.112.
Spanish (DGE)
Ἑλληνίδος
• Alolema(s): dór. Ἑλλανίς Pi.P.11.23, E.Hel.192
I griega
1 griega
a) de mujeres individuales γυνή Hdt.2.181, Sor.2.8.9, D.Chr.11.64, Τρωιὰς οὐδ' Ἑλληνὶς οὐδὲ βάρβαρος γυνή E.Tr.477, cf. Max.Tyr.40.3, κόρη E.l.c., εἰμὶ ... τὸ γένος Ἑλληνὶς καὶ Λεσβία τὴν πόλιν Hld.7.12.6, cf. Erot.Fr.Pap.Call.37
•en el Egipto ptol., c. un estatus social diferenciado, op. Αἰγυπτία: γυνὴ Ἑλληνὶς Ἀμμωνία Πτολεμαίου PGiss.36.10 (II a.C.)
•subst. Ἡράκλεια ... κάτοικος τῶν ἐν τῷ Ἀρσινοείτῃ Ἑλληνίδων PFam.Teb.29.28 (II d.C.);
b) de colect. humanos στρατιά Pi.l.c., πανήγυρις IG 5(2).518.9 (Licosura II/III d.C.), esp. frec. c. πόλις Hdt.4.179, 203, Th.1.35, X.HG 2.2.20, Pl.Alc.1.104a, Isoc.4.37, IG 22.126.13 (IV a.C.), SEG 20.665.2 (Egipto II d.C.), Plb.4.21.5, Plu.Pyrrh.11, Paus.5.26.5, Hld.2.26.1, Lib.Decl.11.27, Synes.Astrolab.2, IG 7.26.2 (Mégara V d.C.), op. βάρβαρος: πολίων πασέων ... Ἑλληνίδων καὶ βαρβάρων Hdt.3.139, cf. Th.2.97, D.H.4.23, op. βαρβαρικός: οὐδεμίαν τῶν Ἑλληνίδων πόλεων οὐδὲ τῶν βαρβαρικῶν Pl.Cri.53a;
c) de la tierra, el mar γῆ E.Ba.23, Tr.878, op. βάρβαρος X.An.5.5.16, χθών S.Ai.426, νῆσοι Paus.2.29.6, de países de habla griega ἐν Γαλατίᾳ τῇ Ἑλληνίδι Them.Or.23.299a, ἡ θάλασσα Ἑλληνίς = el Mar Griego, e.e., el Egeo, Hdt.7.28;
d) de la lengua διάλεκτος Porph.Plot.17.10, cf. Iust.Phil.1Apol.33.7, Gr.Nyss.Ep.14.6, op. βάρβαρος γλῶσσα: φωνή Artapanus 1, Tat.Orat.37.1, Iust.Nou.146.1, Sch.Er.Il.2.867b, op. βάρβαρος: γραφή Epiph.Const.Mens.M.43.240A;
e) de concr. ναῦς A.Pers.334, E.Io 1160, Hdt.7.179, Tim.15.177, ἐσθής Hdt.4.78
•de abstr. διαγινώσκομαι μὲν ἀρεταῖς ἀέθλων Ἑλλανίσιν Pi.Fr.52d.23, παιδεία I.AI 19.213.
2 entre los judíos y primeros crist. como sinón. de gentil ἡ δὲ γυνὴ ἦν Ἑλληνίς, συροφοινίκισσα τῷ γένει Eu.Marc.7.26, cf. Epiph.Const.Haer.30.16.9, de mujeres judías de cultura griega πολλοὶ ... ἐπίστευσαν καὶ τῶν Ἑλληνίδων γυναικῶν Act.Ap.17.12, de las creencias griegas paganas τὰ Χριστιανῶν φρονεῖν ἀντὶ τῆς ἑλληνίδος δόξης Philost.HE 2.5, cf. 1.6.
3 como sinón. de pagana por relig. y origen, c. connotación posit., Iul.Ep.112.376c, ἡ δε Ἀβὰ ἑ. μὲν ἦν ἔτι Anon.Mirac.Thecl.18.22, ἑλληνίδα τινὰ γυναῖκα ἐσχηκώς A.Petr.c.Sim.3.
II subst. ἡ Ἑλληνίς
1 mujer griega μόνην δὲ πασῶν οἶδ' ἐγὼ σ' Ἑλληνίδων E.El.1076, τοιγάρ με πολλαῖς μακαρίαν Ἑλληνίδων ἔθηκας E.Med.509, cf. Hyp.Epit.36, Artem.1.53.
2 lengua griega τὴν Ἑλληνίδα ἔσχε poseía la lengua griega Yuvan el antecesor de los jonios, Epiph.Const.Haer.39.8.5, οἱ γὰρ ἑρμηνεῖς ... εἰς τὴν Ἑλληνίδα παρατραπέντες Gr.Nyss.Ar.et Sab.75.3, τῇ Ἑλληνίδι en griego Epiph.Const.Mens.M.43.240B, cf. Hero Mens.60.20, op. la diversidad de dialectos, Gal.8.585.
3 helena ét. fem. de la ciudad de Hélade, St.Byz.s.u. Ἑλλάς.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
hellénique, grecque (terre, île, ville, etc.).
Étymologie: Ἕλλην.
Russian (Dvoretsky)
Ἑλληνίς:
I дор. Ἑλλᾱνίς, ίδος adj. f эллинская, греческая Aesch., Eur., Her., Thuc., Xen.
ίδος ἡ (sc. γυνή) гречанка ur., NT.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλληνίς: Δωρ. Ἑλλᾱνίς, ίδος, ἡ, ὡς θηλ. τοῦ Ἑλλήνιος, Πίνδ. Π. 11. 75, καὶ παρ’ Ἀττ. Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 4, κτλ. ΙΙ. Ἑλληνὶς (ἐξυπακουομ. γυνὴ) Εὐρ. Ἠλ. 1076.
English (Strong)
feminine of Ἕλλην; a Grecian (i.e. non-Jewish) woman: Greek.
English (Thayer)
ἑλληνιδος, ἡ;
1. a Greek woman.
2. a Gentile woman; not a Jewess (see Ἕλλην, 2): Acts 17:12.
Greek Monotonic
Ἑλληνίς: Δωρ. Ἑλλᾱνίς, -ίδος, ἡ,
I. θηλ. του Ἕλλην, σε Αττ. II. Ἑλληνίς (ενν. γυνή), μία Ελληνίδα γυναίκα, σε Ευρ.
Middle Liddell
I. fem. of Ἕλλην, Attic.
II. Ἑλληνίς (v. sub. γυνή) a Grecian woman, Eur.
Chinese
原文音譯:`Ellhn⋯j 赫累你士
詞類次數:專有名詞(2)
原文字根:希臘人
字義溯源:希臘人,希利尼,希利尼人;源自(Ἕλλην)=希臘人),而 (Ἕλλην)又出自(Ἑλλάς)*=希臘)
出現次數:總共(2);可(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 希利尼(1) 徒17:12;
2) 希利尼人(1) 可7:26