συννεφής
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
συννεφές, clouded over, cloudy, ἀήρ Thphr. Vent.2 (Sup.); νύκτες, ἀήρ, Plb.9.15.12, 9.16.3; ἡμέραι D.S.5.25, cf. Q.S.2.347; καιρός Str.10.2.12; οὐρανός LXX De.33.28; of persons, gloomy, E.Ph.1307 (troch.); σ. μέτωπον ἔχειν Arist.Phgn.811b34; ὄμμα AP12.159 (Mel.); ὀφρύς Philostr.Jun.Im.17.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
couvert de nuages, nuageux, sombre.
Étymologie: σύν, νέφος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συννεφής -ές [σύν, νέφος] bewolkt; overdr. somber:. Κρέοντα λεύσσω... συννεφῆ... στείχοντα ik zie Kreon met somber gelaat aankomen Eur. Phoen. 1307.
German (Pape)
ές, umwölkt, Eur. Phoen. 1318; dunkel, übertragen = traurig, ὄμμα, Mel. 44 (XII.159); ἀήρ, νύξ, Pol. 9.15.12, 16.3.
Russian (Dvoretsky)
συννεφής:
1 покрытый тучами, облачный, пасмурный (νύξ Polyb.; ἡμέραι Diod., Plut.);
2 хмурый, мрачный, печальный (Κρέων Eur.; τὸ μέτωπον Arst.; ὄμματα Anth.).
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
1. σκεπασμένος με σύννεφα, συννεφιασμένος (α. «καὶ ὁ οὐρανὸς αὐτῆς συννεφὴς δρόσῳ», ΠΔ
β. «ἐν ταῖς συννεφέσι νυξί», Πολ.)
2. (για πρόσ.) κατηφής, σκυθρωπός («ἀλλὰ γὰρ Κρέοντα λεύσσω τόνδε δεῡρο συννεφῆ πρὸς δόμους στείχοντα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -νεφής (< νέφος), πρβλ. υπερνεφής].
Greek Monotonic
συννεφής: -ές (νέφος), συννεφιασμένος, νεφελώδης· λέγεται για ανθρώπους, σκυθρωπός, μελαγχολικός, κατηφής, κατσούφης, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
συννεφής: -ές, κεκαλυμμένος ὑπὸ νεφῶν, «συννεφ~ιασμένος» (πρβλ. συνηρεφής), ἀὴρ Θεόφραστ. π. Ἀνέμ. 2· νὺξ Πολύβ. 9. 15, 12., 16. 3· ἡμέρα Διόδ. 5. 25· καιρὸς Στράβ. 455· ― ἐπὶ προσώπων, κατηφής, Εὐρ. Φοίν. 1307· σ. μέτωπον ἔχειν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 29· ὄμμα Ἀνθ. Π. 12. 159· ὀφρὺς Φιλόστρ.· κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.· «συννεφές· σκοτεινόν».
Middle Liddell
συν-νεφής, ές νέφος
clouded over, cloudy:—of persons, gloomy, Eur.