ὄμβρος

From LSJ
Revision as of 09:48, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄμβρος Medium diacritics: ὄμβρος Low diacritics: όμβρος Capitals: ΟΜΒΡΟΣ
Transliteration A: ómbros Transliteration B: ombros Transliteration C: omvros Beta Code: o)/mbros

English (LSJ)

(A), ὁ,

   A storm of rain, thunder-storm, sent by Zeus, ὅτ' ἐπιβρίσῃ Διὸς ὄ. Il.5.91 ; χειμάρρους . . ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ 11.493 ; ὡς δ' ὅτ' ἂν ἀστράπτῃ πόσις Ἥρης... τεύχων ἢ πολὺν ὄ. κτλ. 10.6 ; of a storm at sea, Alc.Supp.26.4 ; ὄ. λάβρος Hdt.8.12 ; dist. fr. ὑετός or common rain, Arist.Mu.394a31 ; but sts., heavy rain, Hdt.8.98, S.Tr.146, E. Tr.78 : in pl., rains, ὄ. πολλοὶ καὶ λάβροι Hdt.4.50, cf. 2.25, Pi.P.4.81, S.OC350.    2 generally, water, as an element, μήτε γῆ, μήτ' ὄ. ἱερός, μήτε φῶς Id.OT1428, cf. Emp.98.2,21.5 : f.l. for ὄλβος in S. Ant.953 ; ὄ. ἀναγκαῖοι urine, Opp.C.4.443.    3 inundation, τῶν παρακειμένων ὑδάτων PTeb.61 (b).133 (ii B.C.), al. ; ὀχετοὺς ἀγαγεῖν οἳ ἄξουσιν τὸν ὄ. εἰς τὰς ἐξαγωγούς PCair.Zen.383.13(iii B.C.).    II metaph., storm, shower, ἐν πολυφθόρῳ Διὸς ὄ., of a battle, Pi.I.5(4).49 ; δέδοικα δ' ὄμβρου κτύπον . . τὸν αἱματηρόν A.Ag.1533 (lyr.) ; μέλας ὄ. χάλαζά θ' αἱματοῦσσ' (χαλάζης αἵματος codd.) S.OT1279 ; ὄμβρῳ δακρυόεντι Nonn.D.16.345 ; πυρὸς ὄμβροι Opp.H.3.22 ; ἡδὺς ὄ. ἀοιδῆς AP9.364 (Nestor).
ὄμβρος (B)· χοιρίδιον, Hsch. (Cf. ὄβρια.)

German (Pape)

[Seite 330] ὁ, imber, Regen, Regenguß, Hom. u. Folgende überall; Διὸς ὄμβρος, Il. 5, 91 u. öfter, wie Pind. I. 4, 55; Ζεὺς ὄμβρον πέμψει, Eur. Troad. 78; χειμέριος, Pind. P. 6, 10, wie Eur. Hel. 1497; Aesch. Ag. 1515; πολλοῖσι δ' ὄμβροις ἡλίου τε καύμασιν, Soph. O. C. 351, vgl. Tr. 145; auch allgemein, ὄμβρος ἱερός, das Wasser, O. R. 1428; οὔτε νιφετός, οὔτε ὄμβρος, οὔτε καῦμα, Her. 8, 98; plur., 2, 25; ὄμβρου πολλοῦ γενομένου, Plat. Rep. II, 359 d; Folgde; Arist. mund. 4, 6 unterscheidet ihn von ὑετός, ὄμβρος γίγνεται κατ' ἐκπιεσμὸν νέφους εὖ μάλα πεπαχυμμένου· ὑετὸν καλοῦμεν ὄμβρον μείζω καὶ συνεχῆ συστρέμματα ἐπὶ γῆς φερόμενα. – Uebertr.; μέλας ὄμβρος χαλάζης αἱματοῦς, Soph. O. R. 1279; πυρὸς ὄμβροις αἰθόμενος, Opp. Hal. 3, 22, der auch ὄμβρους ἀναγκαίους, Cyn. 4, 443, den Urin nennt; Nonn. braucht es vom Thränenstrom, D. 16, 345. 365. 32, 297, vom Wein, 13, 266. 41, 125, von Oel, 15, 62, vom männlichen Saamen, 25, 115, von Pfeilen, 22, 336, vom Blute, 32, 239; αἵματος, Tryphiod. 20; u. so a. sp. D. häufig übertr.

Greek (Liddell-Scott)

ὄμβρος: ὁ, βροχή, καταφορὰ ὑετοῦ, θύελλα μετὰ βροχῆς, καταιγίς, ἣν πέμπει ὁ Ζεύς, ὅτ’ ἐπιβρίσῃ Διὸς ὄ. Ἰλ. Ε. 91· χειμάρρους ... ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ Λ. 493· ὡς δ’ ὅταν ἀστράπτῃ πόσις Ἥρης ..., τεύχων ἢ πολὺν ὄμβρον Κ. 6· ὁ λάβρος Ἡρόδ. 8. 12· διαστελλόμενος ἀπὸ τοῦ ὕετοῦ ἢ τῆς συνήθους βροχῆς, Λατιν. pluvia, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 6· ἄν καὶ ἐνίοτε φαίνεται ὅτι σημαίνει μόνον ῥαγδαίαν βροχήν, ὡς Ἡρόδ. 8. 98, Σοφ. Τρ. 146, Εὐρ. Τρῳ. 78· ἐν τῷ πληθ., θύελλα μετὰ βροχῆς, ὄμβροι πολλοὶ καὶ λάβροι Ἡρόδ. 4. 50, πρβλ. 2. 25, Πινδ. Π. 4. 144, Σοφ. Ο. Κ. 350 2) καθόλου, τὸ ὕδωρ ὡς στοιχεῖον, μήτε γῆ, μήτ’ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1428, πρβλ. Ἐμπεδ. 354, 360· - ἐν Σοφ. Ἀντ. 952, ἡ εἰκασία τοῦ Erfurdt ὄλβος ἐγένετο καθόλου δεκτή, πρβλ. Βακχυλ. Ἀποσπ. 24 [36]: οὔτ’ ὄλβος οὔτ’ ἄγναμπτος Ἄρης. ΙΙ. μεταφορ., καταιγίς, θύελλα, ἐν Διὸς πολυφθόρῳ ὄμβρῳ, ἐπὶ μάχης, Πινδ. Ι. 5 (4). 61· δέδοικα δ’ ὄμβρου κτύπον ... τὸν αἱματηρὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1533 (Λυρ.)· μέλας ὄμβρος χάλαζά θ’ αἱματοῦσσ’ (κατὰ τὸν Πόρσ.), ἢ μέλας ὄμβρος χαλάζης αἱματοῦς (ὅπερ μᾶλλον προσεγγίζει τοῖς Ἀντιγράφοις) Σοφ. Ο. Τ. 1279, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb· ὄμβρῳ δακρυόεντι Νόνν. Δ. 16. 315· πυρὸς ὄμβροι Ὀππ. Ἁλ. 3. 22· ὄμβροι ἀναγκαῖοι, τὰ οὖρα, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 4. 439 ἡδὺς ὄμβρος ἀοιδῆς Ἀνθ. Π. 9. 364. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. abhr-am (nubes), amb-u, amb-has (aqua)· Λατιν. imb-er· - ἀφρός, ἴσως εἶναι συγγενές).