τρίκλωνος
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
ον,
A with or of three shoots, Sch.Theoc.3.29.
German (Pape)
[Seite 1143] mit, von drei Schossen, Schol. Theocr. 3, 29.
Greek (Liddell-Scott)
τρίκλωνος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς κλῶνας, τὸ τηλέφιλον κάτωθεν ἀναβαίνει τρίκλωνον Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 3. 29.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίκλωνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τρεις κλώνους, τρεις κλάδους
νεοελλ.
1. (για νήματα) αυτός που έχει τρεις κλωστές
2. (για καλώδια ή σύρματα) αυτός που έχει τρία έμβολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κλῶνος «κλάδος, κλωνάρι, κλωστή»].