τοσοῦτος
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
αύτη, οῦτο (or τοσοῦτον, v. sub fin.); Ep. τοσσοῦτος; Aeol. τεσσοῦτος (q. v.);
A = τόσος in all senses, but like τοσόσδε with stronger demonstr. sense: Hom. has both common and Ep. forms, but not so freq. as τόσος or τόσσος, while in Trag. (not in E.) it is common, and in Prose the prevailing form, cf. τοσόσδε:—freq. answered by the Relat. ὅσος, S.Ph.1076, Pl.R.330b, etc.; by ὁπόσος, Id.Smp.214a, etc.; by ὅστις, Hdt.7.49; also by Adv. ὡς, Od.21.402; τ. ἐγένετο ὥστε . . X.Cyn.1.9: freq. also, like τοσόσδε, abs., ἄφενος τ. Od.14.99; of persons, so large, so tall, etc., καί σε τ. ἔθηκα Il.9.485; also, so great (in rank, skill, or character), S.Tr.1140, Pl. Smp.177c, etc.; τ. καὶ τοιοῦτον τὸ θεῖον ὥσθ' ἅμα πάνθ' ὁρᾶν X.Mem. 1.4.18; τηλικοῦτος καὶ τ. Pl.Smp.177a: pl., so many, τ. ἔτεα Il.2.328; [χρήματα] Od.13.258: with a qualifying word, mostly in acc., μεγάθεα τοσοῦτοι so big, Hdt.7.103; τοσοῦτος τὸ βάθος so deep, X.An.3.5.7; τοσοῦτοι τὸ πλῆθος Arist.Pol. 1283b12; τὴν ἡλικίαν Plu.Arat.50; also τοσοῦτος ἐν κακίᾳ (v.l. εἰς κακίαν) Luc.Alex.1; τοσοῦτος ἡλικίας Plu.Cat.Mi.69 (s. v. l.): with numeral Advbs., δὶς τ., πολλάκις τ., etc., Th.6.37, Pl.R.330b, etc.; also ἕτερον τοσοῦτο of the same height, Hdt.2.149; ἕτεροι or ἄλλοι τοσοῦτοι to the same number, And.3.7, X.HG4.1.21: εἰς τοσούτους τεταγμένοι drawn up only so few in file (opp. οὕτω βαθεῖα φάλαγξ), Id.Cyr.6.3.22, cf. Isoc.9.29. II neut. as Subst., so much, thus much, τοσσοῦτον ὀνήσιος Od.21.402, cf. S.OT836, OC790; τ. οἶδα Id.Aj.748, cf. 441, etc.; referring to what precedes, τοσαῦτα . . εἰρήσθω Hdt.3.113; τοσαῦτ' ἔλεξε A.Pers.372, cf. Pr.621, Ag.680, etc.: freq. with Preps., διὰ τοσούτου at so small a distance, so near at hand, Th.2.29; ἐς τοσοῦτο (ν) so far, Hdt.3.113, 6.134; ἐς τ. ἥκομεν, ὥστε . . Lys.27.10; ἐς τ. ἐλπίδων βεβώς S.OT771, cf. OC748, Ar.Nu.832, Pl.Ap.25e, etc.; ἐκ τ. from so far, so far off, X.HG4.4.16; ἐν τοσούτῳ in the meantime, Ar.Eq.420, Th.6.64; ἐπὶ τοσοῦτο so far, Hdt.6.97, Arist.Pol.1300a9; κατὰ τοσοῦτον so far, Lys.31.8, Pl.Prm.129a, etc.; μέχρι τοσούτου ἕως ἂν . . so far, so long, Th.1.90, cf. X.Cyr.1.4.23; παρὰ τοσοῦτον ἐλθεῖν κινδύνου Th.3.49, 7.2, cf. 6.37: τοσούτου δέω, v. δέω (B) 1.2. III neut. also as Adv., so much, so far, ἢ τοσσοῦτον . . ἢ ἔτι μᾶσσον Od. 8.203; τ. ὀδύρομαι 21.250; σθένειν τ. ὥστε . . S.Ant.453, etc.; τοσοῦτον, ὅσον . . Th.3.49, cf. 1.11,88, X.An.3.1.45, etc.: pl., τοσαῦτα μάχεσθαι ὅσα ἀναγκάζονται Th.7.81, cf. Pl.Alc.1.108a: with Adjs., τοσοῦτον φιλέλλην Sor.Vit.Hippocr.8; νεώτατος τ. Il.23.476; τ. εὐτυχέστεροι Lys.2.16:—but τοσούτῳ is more freq. with Comparatives, Hdt.7.49, Pl.R.576b, X.HG4.8.4, etc.; or with words implying comparison, τοσούτῳ διέφερεν ὥστε . . ib.3.1.10, cf. An.1.5.9. (The neut. is τοσοῦτον (Ep. also τοσσοῦτον) in Il.23.476, Od.14.99, A.Pr.621, S.OT771, al., and Att. generally (very freq. in Pl., Prt.314b, al., but τοσοῦτο is found in Tht.153a as cited by Anon.in Tht.): τοσοῦτο is found in Pi.I.2.35 (τοσοῦθ' ὅσον) and in A.Eu.201,427, Ar.Nu.832, where τοσοῦτον (which is v.l. in Ar. l. c.) is metrically possible; also in Hdt. (passim) and as v. l. in cod. B of Th.7.59 and codd. CG of Id.8.76, in all codd. of Lys. 3.34, 6.17 and in the first hand of cod. X in 14.2, also in D.28.12; so later, PCair.Zen.367.38, PMich.Zen.28.17 (both iii B. C.), Phld.Ir. p.47 W.,Rh.1.206S.; τοσοῦτ' ἐπ' αὐτούς D.S.14.23; τοσοῦτ' ἀπέχειν Aristid. Or.36(48).100.)
Greek (Liddell-Scott)
τοσοῦτος: αύτη, οῦτο (ἢ τοσοῦτον, ἴδε ἐν τέλει)· Ἐπικ. τοσσοῦτος, κτλ.· - ἀντωνυμ. δεικτ., = τόσος ἐν πάσαις ταῖς σημασίαις, ἀλλ’, ὡς τὸ τοσόσδε, ἔχει ἰσχυροτέραν δεικτικὴν σημασίαν· ὁ Ὅμηρος ἔχει τόν τε κοινὸν καὶ τὸν Ἐπικὸν τύπον, ἀλλὰ συχνότερον τὸν τύπον τόσος ἢ τόσσος, ἐν ᾧ παρ’ Ἀττικ. εἶναι συνηθέστατος, καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις ὁ ἐπικρατῶν τύπος, πρβλ. τοσόσδε· - συχν. ἀνταποδίδοται διὰ τοῦ ἀναφορ. ὅσος, Σοφ., κλπ.· ὡσαύτως διὰ τοῦ ἐπιρρ. ὡς, Ὀδ. Φ. 402· τ. ἐγένετο ὥστε... Ξεν. Κυν. 1, 9. - ἀλλ’ ὡσαύτως συχν. ὡς τὸ τοσόσδε, ἀπολ., τ. ἄφενος Ὀδ. Ξ. 99· λιμὴν Ἡρόδ. 7. 49, κλπ., ἐπὶ προσώπων, τόσον μέγας, τόσον ὑψηλός, κτλ., καί σε τ. ἔθηκα Ἰλ. Ι. 485 (481)· ὡσαύτως, τόσον μέγας (τὸ ἀξίωμα, τὴν δεξιότητα ἢ τὸν χαρακτῆρα), Σοφ. Τρ. 1140, Πλάτ., κλπ.· τοσ. καὶ τοιοῦτος Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 18 τηλικοῦτος καὶ τ. Πλάτ. Συμπ. 177Α· - ἐν τῷ πληθ., τόσα, ὀκτώ, ἀτὰρ μήτηρ ἐνάτη ἦν, ἣ τέκε τέκνα, ὡς ἡμεῖς τοσσαῦτ’ ἔτεα πτολεμίξομεν Ἰλ. Β. 328· εἰλήλουθα..., χρήμασι σὺν τοίσδεσσι· λιπὼν δ’ ἔτι παισὶ τοσαῦτα φεύγω Ὀδ. Ν. 258· τοσαῦτ’ ἔλεξε, τοσαῦτα εἶπεν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 372, πρβλ. Ἀγ. 680, Θουκ. 3. 62, κλπ.· - ἑπομένου προσδιορισμοῦ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ κατ’ αἰτ., τοσοῦτος μέγαθος, τοσοῦτος κατὰ τὸ μέγεθος, Ἡρόδ. 7. 103· τοσοῦτος τὸ βάθος, τόσον βαθύς, Ξεν. Ἀν. 3, 5, 7· τοσοῦτος τὸ πλῆθος Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 6· τὴν ἡλικίαν Πλουτ. Ἄρατ. 50· ὡσαύτως, τοσοῦτος ἐν κακίᾳ ἢ ἐς κακίαν Λουκ. Ἀλέξ. 1· τοσοῦτος ἡλικίας (ἴσως ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ ἡλικίαν) Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 69 - μετ’ ἀριθμητ. ἐπιρρημάτων, δὶς τ., πολλάκις τ. Θουκ. 6. 37, Πλάτ. Πολ. 330Β οὕτως, ἕτερον τοσοῦτο, ἄλλο τόσον, Ἡρόδ. 2. 149, πρβλ. Θουκ. 6. 37· ἕτεροι ἢ ἄλλοι τοσοῦτοι, «ἄλλοι τόσοι», Ἀνδοκ. 24, 22, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 21· - ἐν Κύρ. 6. 3, 22, ἐς τοσούτους τεταγμένοι, εἰς τόσον ὀλίγον βάθος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οὕτω βαθεῖα φάλαγξ. ΙΙ. οὐδ. ὡς οὐσιαστ., τοσοῦτον ὀνήσιος Ὀδ. Φ. 402, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 836, Ο. Κ. 790· τ. οἶδα ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 441, 748, κλπ.· τοσαῦτ’ ἔλεξε Αἰσχύλ. Πέρσ. 372, πρβλ. Πρ. 621, κλπ.· - συχν. μετὰ προθ., διὰ τοσούτου, εἰς τόσον μικρὰν ἀπόστασιν, τόσον ἐγγύς, Θουκ. 2. 29· - νῦν δ’ ἅπας τις ποιμένων ἐπίσταται ξυλουργέειν ἐς τοσοῦτο, μέχρι βαθμοῦ τινος, ὁπωσοῦν (δηλ. ὥστε νὰ εἰμπορῇ νὰ κατασκευάζῃ ἁμαξίδας), Ἡρόδ. 3. 113, πρβλ. 6. 134· ἐς τ. ἥκομεν, ὥστε... Λυσί. 178. 35· ἐς τ. ἐλπίδος βεβὼς Σοφ. Ο. Τ. 771, πρβλ. Ο. Κ. 748, Ἀριστοφ. Νεφ. 832, Πλάτ., κλπ.· - ἐκ τ., τόσον μακρόθεν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4., 16· - ἐν τοσούτῳ, ἐν τῷ μεταξύ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 420, Θουκ. 6. 64· - ἐπὶ τοσοῦτο Ἡρόδ. 6. 97, Ἀρισμ. Πολιτικ. 4. 15, 14· - κατὰ τοσοῦτον Λυσί. 187. 27, Πλάτ., κλπ.· - μέχρι τοσούτου Θουκ. 1. 90, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 23· - παρὰ τοσοῦτον ἐλθεῖν κινδύνου Θουκ. 3. 49, πρβλ. 6. 37., 7. 2· - τοσούτου δέω, ἴδε ἐν λέξ. δέω καὶ Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρήσ. σ. 184. ΙΙΙ. οὐδ. ὡσαύτως ὡς ἐπίρρ., τόσον πολύ, ἢ τοσοῦτον..., ἢ ἔτι μᾶσσον Ὀδ. Θ. 203· σθένειν τ. ὥστε... Σοφ. Ἀντ. 453, κλπ.· ὡσαύτως, τοσοῦτον, ὅσον... Θουκ. 3. 49, Ξενοφ. κλπ.· οὕτως ἐν τῷ πληθ., τοσαῦτα μάχεσθαι ὅσα ἀναγκάζονται Θουκ. 7. 81, πρβλ. Πλάτ. Ἀλκιβ. 1. 107Ε. 2) τόσον πολύ, τ. ὀδύρομαι Ὀδ. Φ. 280, οὐ τοσοῦτον..., ὅσον... Θουκ. 1. 11, 88, κλπ.· - μετ’ ἐπιρρημάτων, τ. φιλέλλην Ἱππ. 1298. 26· τ. νεώτατος Ἰλ. Ψ. 476· τ. εὐτυχέστεροι μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Λυσίου· - ἀλλ’ ἡ δοτ. τοσούτῳ εἶναι συνηθεστέρα μετὰ συγκρ., Ἡρόδ. 7. 49, Πλάτ. Πολ. 576Β, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 4, κλπ., ἢ μετὰ λέξεων αἵτινες ἔχουσι παραθετικὴν ἔννοιαν, τοσούτῳ διέφερεν ὥστε... αὐτόθι 3. 1, 10, πρβλ. Ἀνάβ. 1. 5. 9. Τὸ οὐδ. εἶναι τοσοῦτον ἢ τοσσοῦτον παρ’ Ὁμήρ., τοσοῦτο παρ’ Ἡροδ., (οὕτω, τοσοῦθ’, ὅσον Πινδ. Ι. 2. 35)· τοσοῦτον παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Πρ. 621, Σοφ., καὶ τοῖς Ἀττικοῖς καθόλου· ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 201, 427, Ἀριστοφ. Νεφ 832, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τοσοῦτο, τὸ μέτρον ἐπιδέχεται καὶ τοσοῦτον. (Ἡ λέξις δὲν εἶναι σύνθετος μετὰ τῆς οὗτος, ἀλλ’ ἐκτεταμένος τύπος τοῦ τόσος).
French (Bailly abrégé)
τοσαύτη, τοσοῦτο (att. et qqf homér. τοσοῦτον);
I. adj. tel avec idée de quantité, càd aussi grand, aussi fort, aussi nombreux ; aussi petit, aussi faible, aussi peu nombreux ; abs. σε τοσοῦτον ἔθηκα IL je t’élevai jusqu’à cet âge ; τοσαύτη πόλις THC une cité si grande et si puissante ; τοσοῦτος ὥστε XÉN tellement grand que, assez grand pour ; τοσοῦτοι autant, aussi nombreux : τοσαῦτα ἀπολογούμεθα THC tant nous disons (de choses) pour notre défense ; avec acc. : ποταμὸς τοσοῦτος τὸ βάθος XÉN fleuve si profond ; πόλις ἑτέρα τοσαύτη THC une autre cité aussi grande ou aussi puissante, la seconde en puissance ; abs. εἰς τοσούτους τεταγμένοι XÉN rangés en lignes si profondes ; neutre • τοσοῦτο, • τοσοῦτον autant ; ἐς τοσοῦτόν τινος ἐλθεῖν, ἥκειν SOPH, PLAT en être venu à ce point de qch (de confiance, d’ignorance, etc.) ; ἐς τοσοῦτο τοῦ λόγου οἱ Ἕλληνες λέγουσι HDT jusqu’à ce point du récit les Grecs disent (tous la même chose) ; abs. • τοσοῦτον XÉN un aussi grand espace, seulement autant d’espace ; τοσοῦτον οἶδα SOPH autant que je sache ; τοσοῦτόν γ’ οἶδα SOPH autant du moins que je sache ; εἶπε τοσοῦτον XÉN il en dit seulement autant, il n’en dit pas davantage ; τοσούτου δέω avec l’inf. : il s’en faut de tant ou de si peu que je… ; rar. τοσοῦτον δέω m. sign. ; διὰ τοσούτου THC dans un si petit intervalle de temps ; μέχρι τοσούτου XÉN jusque là, jusqu’à présent ; μέχρι τοσούτου ἕως ἄν THC jusqu’à ce que ; ἐν τοσούτῳ THC durant ce temps ; ἐπὶ τοσοῦτο HDT jusqu’à ce point ; παρὰ τοσοῦτον THC environ, presque, à peu près;
II. au sens adv. • τοσοῦτον :
1 si loin, aussi loin;
2 tant, tellement;
3 autant, à tel point : τοσοῦτον ἐγίγνωσκον τὸν ἄνδρα, ὅτι εἷς ἡμῶν εἰη XÉN je ne le connaissais pas, je savais seulement qu’il était un des nôtres ; τοσοῦτον διαφέρειν ὅσον XÉN différer jusqu’à ce point que ; tant que ; au plur. • τοσαῦτα : τοσαῦτα μαχόμενοι ὅσα ἀναγκάζονται THC ne combattant qu’autant qu’ils y sont forcés.
Étymologie: τόσος, οὗτος.