σχῆμα
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
ατος, τό, (ἔχω, σχεῖν)
A form, shape, figure, E.Ion238, Ar.V. 1170, Pl.R.601a, Thphr.Ign.52, etc.; καθ' Ἡρακλέα τὸ σ. καὶ τὸ λῆμ' ἔχων Ar.Ra.463; διερεισαμένη τὸ σ. τῇ βακτηρίᾳ Id.Ec.150; Ἱππομέδοντος σ. καὶ μέγας τύπος A.Th.488: in Trag. freq. in periphr., ὦ σ. πέτρας, = πέτρα, S.Ph.952; σ. καὶ πρόσωπον εὐγενὲς τέκνων E.Med. 1072; σ. δόμων Id.Alc.911 (anap.), cf. Hec.619; Ἀσιάτιδος γῆς σ. Id.Andr.1: in pl., of one person, φωτὸς κακούργου σχήματ' Id.Fr.210; μορφῆς σχῆμα or σχήματα, Id.Ion992, IT292, cf. IG3.1417.14; τὴν αὐτὴν τοῦ σ. μορφήν Arist.PA640b34 (but ἐν μορφῇ θεοῦ ὑπάρχων, opp. σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος, Ep.Phil.2.6 and 8); τὰ σ. καὶ χρώματα Pl.R.373b; σχήμασι καὶ χρώμασι μιμεῖσθαι Arist.Po.1447a19; κατὰ χρόαν ἢ ὄγκον ἢ σ. [τοῦ προσώπου] Gal.18(2).309; ὅσα παθήματα γίνεται ἀπὸ σχημάτων caused by peculiar conformations, Hp.VM22. b atom, imagined as differing from other atoms mainly in shape, ἐκ περιφερῶν συγκεῖσθαι σχημάτων Democr. ap. Thphr.Sens.65; ἐκ μεγάλων σ. καὶ πολυγωνίων ib.66, cf. 67,al., Od.64. 2 appearance, opp. the reality, οὐδὲν ἄλλο πλὴν . . σ. a mere outside, E.Fr.25, cf. 360.27, Pl.R.365c; show, pretence, ἦν δὲ τοῦτο . . σ. πολιτικὸν τοῦ λόγου Th.8.89; οὐ σχήμασι, ἀλλὰ ἀληθείᾳ Pl.Epin.989c; σχήματι ξενίας under the show of... Plu.Dio16, etc. 3 bearing, air, mien, Hdt.1.60; τύραννον σ. ἔχειν S.Ant.1169; ἄφοβον δεικνὺς σ. X.Cyr.6.4.20; ταπεινὸν σ. ib.5.1.5; ὑπηρέτου σ. D.23.210; τῷ σχήματι, τῷ βλέμματι, τῇ φωνῇ Id.21.72; ὄμμασι καὶ σχήμασι καὶ βαδίς ματι φαιδρός gestures, X.Ap.27, cf. Mem. 3.10.5; esp. outside show, pomp, τὸ τῆς ἀρχῆς σ. Pl.Lg.685c; dignity, rank, οὐ κατὰ σ. φέρειν τι in a manner not dignified or seemly, Plb.3.85.9, cf. 5.56.1, Plu.2.44a, 631c, Luc.Peregr.25; πρεσβείας, ἱερείας σ., Aristid.1.490 J., Inscr.Olymp.941; ἔχει τι σ., c. inf., there's something to be said for... E.Tr.470, cf. IA983; of the stately air of a horse, X.Eq.1.8,7.10. 4 fashion, manner, ἑτέρῳ σ. ζητεῖν Hp.VM2; σ. μὲν γὰρ Ἑλλάδος στολῆς ὑπάρχει fashion of dress, S.Ph. 223; σ. τοῦ κόσμου E.Ba.832, 1 Ep.Cor.7.31; σ. βίου, μάχης, E.Med. 1039, Ph.252 (lyr.); τούτῳ . . κατῴκουν τῷ σ. Pl.Criti.112d. b dress, equipment, ἀρχαίῳ σ. λαμπρός Ar.Eq.1331; βαβαιὰξ τοῦ σ. Id.Ach.64, cf. X.Oec.2.4, Theoc.10.35, App.BC1.16; τὸ τῆς πορφύρας σ., = Lat. latus clavus, IGRom.3.1422 (Prusias); ἐν τῷ σ. ἱερέ[ως] ib. 69.17 (ibid., cf. Glotta 14.80), cf.Sammelb.7449.10 (V A.D.), PLond.5.1729.25 (vi A.D.). 5 character, role, μεταβαλεῖν τὸ σ. Pl.Alc.1.135d; πάντα σ. ποιεῖν Id.R.576a; ἐν μητρὸς σχήματι Id.Lg.918e, cf. 859a; ἀπολαβεῖν τὸ ἑαυτῶν σ. to recover their proper character, X.Cyr.7.1.49. 6 character, characteristic propetry of a thing, [πόλεως] Th.6.89; πολιτείας Pl.Plt.291d; βάσιλείας σ. ἔχει the form of monarchy, Arist.EN1160b25; τὸ σ. τῆς λέξεως δεῖ μήτε ἔμμετρον εἶναι μήτε ἄρρυθμον Id.Rh.1408b21 (but τὰ σ. τῆς λέξεως the forms (modes) used in poetry, such as entreaty, threat, command, Id.Po.1456b9); τὰ τῆς κωμῳδίας σ. its characteristic forms, ib.1448b36; ἐν σχήματι νόμου in form of law, Pl.Lg.718b; ἐν ἀπολογίας σ. Isoc.15.8; ἐν μύθου σ. Arist.Metaph.1074b2, cf. Pl.Ti.22c; τὸ τῆς διαίτης σ. Gal.15.582; αἱ κατὰ σχήματα πυρετῶν διαφοραί Id.19.183. 7 a figure in Dancing, Ar.V.1485: mostly in pl., figures, gestures (cf. σχημάτιον), E.Cyc. 221, Ar.Pax323, Pl.Lg.669d, Epigr. ap. Plu.2.732f, etc.; σχήματα πρὸς τὸν αὐλὸν ὀρχεῖσθαι X.Smp.7.5; ἐν . . μουσικῇ καὶ σχήματα . . καὶ μέλη ἔνεστι figures and tunes, Pl.Lg.655a; also of the postures of an athlete, Isoc.15.183: generally, posture, position, Hp.Off.11, al., Ar. Ra.538(lyr.), Thphr.Lass.3,14; of the foetus, Sor.2.55; τὸ τῆς κατακλίσεως σ. the patient's attitude as he lies in bed, Gal.16.578, cf. 665; cf.σχηματίζω 11.3. b Rhet., figure of speech, Pl.Ion536c, Cic.Brut. 37.141, etc.; [ἡ τοῦ Θουκυδίδου φράσις] πλήρης σχημάτων D.H.Pomp. 5, cf. Amm.2.2; for σ. Πινδαρικόν, etc., v. Hdn.Fig.p.100S. c in Logic, figure of a syllogism, Arist.APr.26b33,al., Thphr.Fr.59. d τὸ σ. τῆς λέξεως, both the grammatical form of a sentence, Arist.SE 166b10, cf. Gal.16.709, etc.; and its rhythmical form, Arist.Rh.l.c. supr.6, etc. e grammatical form of a word, Hp.Vict.1.23, D.T.635.21, A.D.Pron.17.25,al. 8 geometrical figure, Arist.de An.414b20, al., Onos.10.28; μονωτάτη πάντων ἀριθμῶν δυὰς σχήματος οὐκ ἔστιν ἐπιδεκτική Theol.Ar.7. b phase of the moon, Ptol.Tetr.21, Vett.Val. 106.28. c Astrol., aspect, Plot.2.3.1, Man.3.5,212, al. d configuration of birds in augury, τοῖς τῶν γυναικῶν σχήμασι σῷ ζεσθαι to be saved by the configurations (of birds) appropriate to women, Gal.15.445. 9 in Tactics, military formation, X.An.1.10.10. 10 = τὸ αἰδοῖον LXXIs.3.17.
German (Pape)
[Seite 1055] τό, wie das lat. habitus, – a) Haltung, Stellung, Miene, Gestalt; Aesch. Spt. 479; θηρός, Eur. Rhes. 209; λεαίνης, Hel. 385; μορφῆς σχήματα, I. T. 292; τρίγωνον, Pol. 1, 42, 3; die Schlachtordnung, Xen. An. 1, 10, 10. – b) übh. die ganze Art zu sein, sich zu zeigen, der äußere Anstand, der Aufzug, σχῆμα μὲν γὰρ Ἑλλάδος στολῆς ὑπάρχει, Soph. Phil. 223; τύραννον σχῆμ' ἔχων, Ant. 1154; auch ὦ σχῆμα πέτρας δίπυλον, 940; ἐς ἄλλο σχῆμ' ἀποστάντες βίου, Eur. Med. 1039; Ar. u. in Prosa: σχῆμα πολιτείας, Plat. Polit. 291 d; τὸ τῆς θεοῦ σχῆμα καὶ ἄγαλμα, Critia. 110 b, u. öfter; ἄφοβον σχῆμα δεικνύναι, Xen. Cyr. 6, 4, 20; bes. auch vornehme, stolze Haltung, edler, würdevoller Anstand, Prunk, τῆς ἀρχῆς, Plat. Legg. III, 685 c; τὸ σὸν σχῆμα ὃ σὺ περιβέβλησαι, Xen. Oec. 2, 4; οὐ κατὰ σχῆμα φέρειν τι, nicht mit Anstand tragen, Pol. 3, 85, 9. – Dah. der äußere Schein, Vorwand, Thuc. 8, 89; σχήματι ξενίας, Plut. Dio 16; auch die Rolle, μεταβαλεῖν τὸ σχῆμα, Plat. Alc. I, 135 d; von Dingen, Zustand, πόλεως, Thuc. 6, 89. – Bei Thieren = Rüstung, Geschirr, Zeug, Xen. u. A. – Bei den Rhett. und Gramm. rhetorische u. grammatische Figur, Rede- und Wortfigur; auch die Darstellung einer Versart durch die Länge- und Kürzezeichen. – Uebh. Grundriß, Entwurf, Plat. Rep. II, 365 c.
Greek (Liddell-Scott)
σχῆμα: τό, (ἔχω, σχεῖν) ὡς τὸ Λατιν. habitus, ὡς καὶ νῦν, τὸ σχῆμα, ἡ μορφή, σῶμα, Εὐρ. Ἴων 238, Ἀριστοφ. Σφ. 1170, Πλάτ., κλπ.· καθ’ Ἡρακλέα τὸ σχ. καὶ τὸ λῆμ’ ἔχων Ἀριστοφ. Βάτρ. 463· διερεισαμένη τὸ σχ. τῇ βακτηρίᾳ, «στηρίξασα τὸ σῶμα εἰς τὴν βακτηρίαν, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 150· Ἱππομέδοντος σχ. καὶ μέγας τύπος Αἰσχύλ. Θήβ. 488· ἀλλὰ παρὰ Τραγικ. εἶναι ἐν χρήσει συχν. ὡς ἁπλῆ περίφρασις, σχῆμα πέτρας = πέτρα, Σοφ. Φιλ. 952· σχ. τέκνων Εὐρ. Μήδ. 1071· σχ. δόμων ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 911, πρβλ. Ἑκάβ. 619· Ἀσιάτιδος γῆς σχ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1· ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς μόνον προσώπου, φωτὸς κακούργου σχήματ’ ἐκμιμούμενον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. Ἀντιόπ. 6· - τὸ σχῆμα καθ’ ὃ στρατεύματα παρατάσσονται, Ξεν. Ἀνάβ. 1.10, 10· μορφῆς σχῆμα ἢ σχήματα Εὐρ. Ἴων 992, Ι. Τ. 292· - νόσοι ἀπὸ σχημάτων, προξενούμενοι ἐξ ἰδιαζόντων σχηματισμῶν, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17. 2) τὸ σχῆμα, ἡ μορφή, τὸ φαινόμενον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρᾶγμα, τὴν πραγματικότητα, οὐδὲν ἄλλο πλήν... σχῆμα, μόνον ἐξωτερικόν, Εὐρ. Ἀποσπ. 25, πρβλ. 362. 27· - ἀκολούθως ὡς τὸ πρόσχημα, ἦν δὲ τοῦτο... σχ. πολιτικὸν τοῦ λόγου Θουκ. 8. 89· οὐ σχήμασιν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ Πλάτ. Ἐπιν. 989C· σχήματι ξενίας, ὑπὸ τὸ πρόσχημα... Πλούτ. Δίων 16, κλπ. 3) τὸ σχῆμα, ἡ ἔκφρασις, ὁ τρόπος προσώπου, Ἡρόδ. 1. 60· τύραννον σχ. ἔχειν Σοφ. Ἀντ. 1169· ἄφοβον σχ. δεικνύναι Ξεν. Κύρ. 6. 4, 20· ταπεινὸν σχ. αὐτόθι 5. 1, 5· ὑπηρέτου σχ. Δημ. 690. 21· τῷ σχήματι, τῷ βλέμματι, τῇ φωνῇ ὁ αὐτ. 537. 25· ὄμμασι καὶ σχήμασι καὶ βαδίσματι φαιδρός, ταῖς χειρονομίαις, Ξεν. Ἀπολ. 27, πρβλ. Ἀπομν. 3. 10, 5· - μάλιστα ἐξωτερικὴ ἐπίδειξις, πομπή, τὸ τῆς ἀρχῆς σχ. Πλάτ. Νόμ. 685C· - ἀξίωμα, τάξις, βαθμός, οὐ κατὰ σχ. φέρειν τι, οὐχὶ κατὰ τὸ ἀξίωμα, κατὰ τὴν τάξιν αὐτοῦ, Πολύβ. 3. 85, 9, πρβλ. 5. 56, Πλούτ., κλπ.· - ἔχει τι σχῆμα, μετ’ ἀπαρεμφ. ὑπάρχει τι τὸ ὁποῖον δύναται νὰ λεχθῇ περί..., Εὐρ. Τρῳ. 470, πρβλ. Ι. Τ. 983· - ἐπὶ τοῦ μεγαλοπρεποῦς παραστήματος ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 1, 8., 7, 10. 4) σχῆμα, τρόπος πράγματός τινος, σχ. ζητήσιος Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 8· σχῆμα μὲν γὰρ Ἑλλάδος στολῆς ὑπάρχει, τρόπος ἱματισμοῦ, Σοφ. Φιλ. 223 σχ. τοῦ κόσμου Εὐρ. Βάκχ. 832· σχ. βίου, μάχης ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1039, Φοιν. 252· τούτῳ... κατῴκουν τῷ σχήματι Πλάτ. Κριτί. 112D. β) ἀπολ., ἱματισμός, περιβολή, ὁπλισμός, ἀρχαίῳ σχ. λαμπρὸς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1331· βαβαιὰξ τοῦ σχήματος! ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 64, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 2, 4, Θεόκρ. 10. 35. 5) τὸ ἀναλαμβανόμενον πρόσωπον, τὸ μέρος ὃ ὑποκρίνεταί τις, Λατιν. persona, partes, τὸ σχ. μεταβάλλειν Πλάτ. Ἀλκ. 1. 135D· πάντα σχ. ποιεῖν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 576Α· ἐν μητρὸς σχήματι, Λατιν. iu matris loco, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 918Ε, πρβλ. 859Α, Ἰσοκρ. 311Ε· ἀπολαβοῦσαι (αἱ κάμηλοι) πάλιν τὸ ἑαυτῶν σχῆμα ἐν τοῖς σκευοφόροις διάγουσι, ἀναλαβοῦσαι τὴν οἰκείαν αὐταῖς μορφὴν διάγουσιν ἐν τοῖς σκευοφόροις, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 49. 6) ἡ μορφή, ὁ χαρακτήρ, ἡ χαρακτηριστικὴ ἰδιότης πράγματός τινος, πόλεως Θουκ. 6. 89· πολιτείας Πλάτ. Πολιτικ. 291D· βασιλείας σχ. ἔχειν, τὴν μορφὴν τῆς μοναρχίας, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 10, 4· σχ. λέξεως ἔμμετρον, μετρικὴ μορφή, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 8, 1· (ἀλλά, τὰ σχ. τῆς λέξεως, οἱ τύποι οἱ ἐν χρήσει ἐν τῇ δραματικῇ ποιήσει, οἷον ἱκεσία, ἀπειλή, προσταγή, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 19. 7)· τὰ σχ. τῆς κωμῳδίας, οἱ χαρακτηριστικοὶ τύποι αὐτῆς, αὐτόθι 4, 12· - ἐν σχήματι νόμου, ἐν εἴδει νόμου, Πλάτ. Νόμ. 718Β ἐν ἀπολογίας σχ. Ἰσοκρ. 311Ε· ἐν μύθου σχ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 8, 19, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 22C. 7) σχῆμα, τρόπος ὀρχήσεως, Ἀριστοφ. Σφ. 1485, Πλάτ. Νόμ. 669D· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., σχήματα, χειρονομίαι καὶ στάσεις τοῦ σώματος, παντομιμικαὶ κινήσεις (πρβλ. σχημάτιον), Φρύνιχ. Τραγ. παρὰ Πλουτ., Εὐρ. Κύκλ. 221, Ἀριστοφ. Εἰρ. 323, Ξεν., κλπ· σχήματα πρὸς τὸν αὐλὸν ὀρχῆσθαι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 7, 5· σχήμασι μιμεῖσθαι, ἴδε χρῶμα ΙΙ. 1· - ὡσαύτως, ἐπὶ τῶν στάσεων τοῦ σώματος ἀθλητοῦ, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 183· - καθόλου, στάσις, θέσις, σχῆμα, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 744, πρβλ. σχηματίζω ΙΙ. 3. β) ἐν τῇ μουσικῇ, ἐν... μουσικῇ καὶ σχήματα... καὶ μέλη ἔνεστι, μελῳδίαι καὶ τρόποι, Πλάτ. Νόμ. 655Α. γ) ἐν τῇ Ρητορικῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 536C, πρβλ. Κικ. Brul. 37, κλπ. δ) ἐν τῇ Λογικῇ, σχῆμα συλλογισμοῦ, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 22, κλπ. ε) τὸ σχ. τῆς λέξεως, ἥ τε γραμματικὴ μορφὴ προτάσεως, ὁ αὐτ. περὶ Σοφιστ. Ἐλέγχ. 4, 1. κλπ., καὶ ὁ ῥυθμικὸς αὐτῆς τύπος, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 8, 1, κλπ. 8) γεωμετρικὸν σχῆμα, ὁ αὐτ. περὶ Ψυχῆς 2. 3, 5 κἑξ., κ. ἀλλ.· διάγραμμα, σχέδιον, σχεδίασμα, εἰκών, σχῆμα πράγματός τινος, Πλάτ. Πολ. 365C.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
I. manière d’être, d’où
1 forme, figure, extérieur;
2 attitude extérieure, manière d’être extérieure, maintien : τύραννον σχῆμα ἔχειν SOPH avoir l’air d’un roi ; ταπεινὸν σχῆμα XÉN air humble ; τὰ σχήματα attitudes du corps, gestes ; σχῆμα λέξεως ἔμμετρον ARSTT forme métrique de l’expression;
3 particul. maintien imposant, extérieur grave ; noblesse, dignité : κατὰ σχῆμα PLUT avec bienséance, avec dignité, dignement ; magnificence, éclat;
4 habillement, costume;
5 maintien, posture, position ; particul. attitude d’un athlète;
II. extérieur, apparence ; faux-semblant, prétexte.
Étymologie: ἔχω.