διαλύω

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλύω Medium diacritics: διαλύω Low diacritics: διαλύω Capitals: ΔΙΑΛΥΩ
Transliteration A: dialýō Transliteration B: dialyō Transliteration C: dialyo Beta Code: dialu/w

English (LSJ)

fut. -λύσω, etc.,

   A loose one from another, part asunder, διαπλέκων καὶ διαλύων twining and untwining, Hdt.4.67; νὺξ δ. τοὺς ἀγωνιζομένους Id.8.11; δ. τὸν σύλλογον, τὴν συνουσίαν, τὴν πανήγυριν, etc., break it up, dismiss it, Id.7.10.δ, Pl.Ly.223b, X.Cyr.6.1.10, etc.; τὴν σκηνὴν εἰς κοίτην δ. break up the party and go to bed, ib.2.3.1; δ. τὴν στρατιάν ib.6.1.6; τὸ ναυτικόν disband it, Th.2.93:— Med., συνουσίας Pl.Grg.457d:—Pass., of an army, assembly, etc., disperse, Hdt.1.128, etc.; ἐκ τοῦ συλλόγου Id.3.73, cf. 8.56: in fut. Med., part from one's escort, Th.2.12; of a man, die, X.Cyr.8.7.20.    2 dissolve into its elements, break up, destroy, δ. καὶ ἀπολλύναι Pl.R.609a s1.; ἐξ ἑνὸς εἰς πολλὰ δ. Id.Ti.68d; disperse, break up a herd of sheep, BGU1012.12 (ii B.C.); break up a ship, παλαιὰν τριήρη δ. IG2.804, cf. PSI4.382 (iii B.C.); τρίπους, ὅρμος διαλελυμένος, SIG2588.169,198 (Delos, ii B.C.); τὰς οἰκήσεις Plb.4.65.4; dissolve, κοινόν Test.Epict.8.6; σῴζεσθαι καὶ διαλυθεῖσαν οἴχεσθαι πολιτείαν Pl.Lg.945c; of the sun, thaw frozen things, X.Cyn.5.2:—Pass., ἐξ ὧν σύγκειται καὶ εἰς ἃ διαλύεται Arist.GC325b19, cf. Ph.204b33, etc.    3 break off, put an end to friendship, ὁμολογίας Isoc.4.175; φιλίαν Arist.EN1157b10:—Pass., of married persons, separate, be divorced, SIG364.59 (Ephesus):—Med., διαλύσασθαι ξεινίην Hdt.4.154: abs., dissolve friendship, Arist.EN1162b25:—Pass., αἱ σπονδαὶ διελέλυντο Th.5.1.    4 put an end to enmity, ἔχθραν, πόλεμον, Id.8.46:—Med., δ. ἔχθρας Is.7.11; διαφοράς Isoc.12.160; πολέμους Id.4.172, cf. D.4.15: in plpf. Pass. (with Med. signf.), διελέλυσθε τὸν πόλεμον Isoc.14.27 (v.l. διελύεσθε):—Pass., τὰς ἔχθρας διαλύεσθαι Th.4.19: hence,    b c. acc. pers., reconcile, πρὸς ἔμ' αὑτὸν διαλύειν ἠξίου D.21.122, cf. 41.14; δ. τινὰς ἐκ διαφορᾶς Plb.1.87.4; οὐ γὰρ ἦν ὁ διαλύσων οὔτε λόγος οὔτε ὅρκος Th.3.83; esp. in legal proceedings, PHamb.25.5 (iii B.C.), etc.:—Pass. and Med., c. gen. rei, διαλύεσθαι νείκους to be parted from quarrel, i.e. be reconciled, E.Or.1679 (v.l. νείκας); so διαλυθείσης τῆς διαφορᾶς prob. in D.S.14.110: also abs., to be reconciled, make up a quarrel, X.HG7.4.25, cf. Test. ap. Aeschin. 1.66, Thphr.Char.12.14; πρός τινας D.38.24; περί τινος Lys.4.1: in fut. Med., ὅπως . . μὴ διαλύσει D.21.216.    5 generally, put an end to, do away with, χρήμασι τὴν διαβολήν Th.1.131; πάσας αὐτοῦ διαλύσω τὰς ἀπολογίας d.27.58; τὸν ἐχόμενον φόβον δ. τῶν Ἑλλήνων Pl. Mx.241b:—so in Med., ἐγκλήματα δ. Th.1.140; δ. περὶ τῶν ἐγκλημάτων ib.145; διαβολάς Isoc.11.37, 15.16; τι τῶν κατηγορημένων Id.12.218; δ. ἃ ἐψηφίσασθε cancel your vote, Lys.18.15; διαλύσασθαι τὰ πρὸς ἀλλήλους settle mutual claims, Isoc.4.40.    6 solve a difficulty, Pl.Sph.252d; τὴν ἀπορίαν Arist.Metaph.1062b31:—Med., διαλύσεσθαι σόφισμα S.E.P.2.238.    7 δ.τὰς τιμάς pay the full value, D.29.7; pay, discharge, τὴν δαπάνην Hdt.5.30; χρήματα D.20.12; τὰ συμβόλαια Arist.Pol.1276a11; χρέος τινί Plb.31.27.4; πάντα διελέλυτο D.28.2: also c. acc. pers., δ. τὸν ναύκληρον satisfy him, i.e. pay him off, D. 49.29, cf. 34.40, 36.50:—Med., order debts to be paid, διαλέλυμαι ταῦτα Arr.An.7.10.3; but also, to have them paid to oneself, D.Chr. 46.6.    II relax, weaken, τὸ σῶμα Hp.Aph.3.17; esp. of the result of hunger, διαλύεσθαι τῷ λιμῷ UPZ11.27 (ii B.C.), cf. 42.9 (also in Act. intr., ὑπὸ τῆς λιμοῦ δ. ib.122.23 (ii B.C.)); make supple and pliant, Ar.Pax85:—Pass., δ. καὶ ἀδυνατεῖν Arist.HA585a33; ἀνάπλους διαλελυμένος a sailing out in loose order, Plb.16.2.6; διαλελυμένη λέξις a lax style, D.H.Lys.9.    2 abs., slacken one's hold, undo, Theoc.24.32.

German (Pape)

[Seite 588] (s. λύω 1) auflösen in seine Theile, ἐξ ἑνὸς εἰς πολλά, Plat. Tim. 68 d; dah. – a) = trennen, νὺξ διέλυσε τοὺς ἀγωνιζομένους Her. 8, 11; τὸν πόλεμον, Thuc. 8, 46; τὰς ἔχθρας, 4, 19; ἔχθραν, διαφοράν, beilegen, schlichten; auch im med., unter einander aufgeben, Isocr. 4, 15. 12, 160; ταραχήν , Pol. 5, 15, 5 u. öfter; μάχας, Hdn. 4, 15, 10; dah. τινὰ πρός τινα, aussohnen, Dem. 21, 122; Pol. 5, 68, 7; διαλύσασθαι πρός τινα, sich mit Einem aussöhnen, Dem. 30, 22. 38, 24 u. Sp., wie Plut. Syll. 13; auch pass. so, Pol. 4, 9, 5; ἐν φίλοις διαλύσασθαι περί τινος, sich freundschaftlich über etwas verständigen, Isocr. Auch ξενίην, aufheben, Her. 4, 154; σπονδάς, Thuc. 5, 1, 36; τὴν φιλίαν πρὸς αὐτοὺς διελύσατο Plut. reip. ger. praec. 13, vgl. Arist. Nic. 9, 3. – b) eine Versammlung auseinander gehen lassen, τὸν ξύλλογον, τὸ ναυτικόν, Thuc. 2, 12. 93; τὰς δυνάμεις, Pol. 3, 99; συνουσίαν, aufheben, beendigen, Plat. Lys. 223 b. Auch med., Gorg. 457 c; τὴν πανήγυριν, Xen. Cyr. 6, 1, 7; τὸ συμπόσιον, Plut. sept. sap. conv. E. – Pass., auseinander-, weggehen, διαλύεσθαι ἐκ τοῦ συλλόγου, Her. 3, 73; ἐκ τοῦ συνεδρίου διαλυθέντες 8, 56; ἀπ' ἀλλήλοιν, Plat. Gorg. 524 b; ohne Zusatz, ἔμελλε διαλύσεσθαι Thuc. 2, 12; Pol. braucht so auch das act., διέλυσαν εἰς τὰς ἰδίας ἕκαστοι πόλεις 23, 9, 14. – c) übh. = auflösen, καὶ ἀπόλλυσι Plat. Rep. X, 609 c; Ggstz βεβαιόω, Lys. 18, 15; διαλυομένου δὲ ἀνθρώπου Xen. Cyr. 8, 7, 3, wie wir: aufgelös't werden, sterben, vgl. Ath. IX, 401 e; τὰς οἰκήσεις, zerstören, Pol. 4, 65. – d) widerlegen, ἐγκλήματα, Thuc. 1, 140; διαβολήν, 1, 131; Plat. Soph. 252 d; τοὺς λόγους τῶν κατηγορούντων, Isocr. 6. 33; auch περὶ τῶν ἐγκλημάτων, Thuc. 1, 145; dah. pass., διαλύεσθαι τῆς τιμωρίας, sich der Strafe entziehen, D. Sic. Aehnl. νείκους, sich vom Streite losmachen, ihn aufgeben, Eur. Or. 1679. – 2) eine Schuld abzahlen, τὸ χρέος, Pol. 32, 13, 4; τὴν φέρνην, 32, 8, 4, u. öfter; übh. = bezahlen, τὴν δαπάνην, die Kosten bestreiten, Her. 5, 30; χρήματα, Dem. 20, 13; τὰς τιμάς, 29, 7; πάντα διαλύσας, nachdem er alles berichtigt hatte, 36, 3, u. öfter; auch τὸν ναύκληρον, durch Bezahlen zufrieden stellen, 49, 29. Dah. med., sich bezahlen lassen, Sp. – 3) eine Spannung aufheben, abspannen, Ar. Pax 85; σώματα, Hippocr. – 4) λέξις διαλελυμένη, concise, kurze Ausdrucksweise, D. Hal. Iud. Lys. 9.

Greek (Liddell-Scott)

διαλύω: μέλλ. -λύσω, κτλ. (ἴδε λύω)· -λύω τὸ ἕν ἀπὸ τοῦ ἄλλου, διαχωρίζω, Λατ. dissolvere, διαπλέκων καὶ διαλύων, συμπλέκων καὶ ἀναλύων, Ἡρόδ. 4. 67· δ. τοὺς ἀγωνιζομένους ὁ αὐτ. 8. 11· δ. τὸν σύλλογον, τὴν συνουσίαν, τὴν πανήγυριν, κτλ., ὁ αὐτ. 7. 10, 4, Θουκ. 2. 12, Πλάτ. Λυσ. 223Β, κτλ. τὴν σκηνήν εἰς κοίτην δ., διαλύω τὴν συναναστροφὴν καὶ ἀπέρχομαι εἰς τὴν κλίνην, Ξεν. Κύρ. 2, 3, 1· δ. τὴν στρατιάν, τὸ ναυτικὸν Θουκ., κλ.· καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Γοργ. 457C.- Παθ., ἐπὶ συνελεύσεως, διαλύω Ἡρόδ. 1. 128, κτλ.· ἐκ τοῦ συλλόγου ὁ αὐτ. 3. 73, πρβλ. 5. 113· οὕτως ἐν τῷ μέσ. μέλλ., Θουκ. 2. 12· ἐπὶ ἀνθρώπου, ἀποθνήσκω, Ξεν. Κύρ. 8.7,20. 2) διαλύω τι εἰς τὰ ἐξ ὧν σύγκειται στοιχεῖα, ἀναλύω, καταστρέφω, δ. καὶ ἀπολλύναι Πλάτ. Πολ. 609Α, κἐξ.· ἐξ ἑνός ἐς πολλά δ. ὁ αὐτ. Τιμ. 68D· οὕτω, δ. πολιτείαν, ἀρχήν, κτλ., ὁ αὐτ. Νόμ. 945C, κτλ.· τὰς οἰκήσεις Πολύβ. 4. 65, 4· -ἐπὶ τοῦ ἡλίου, τήκω τι πεπηγός, Ξεν. Κυν. 5, 2. -Παθ., ἐξ ὧν σύγκειται καὶ εἰς ἃ διαλύεται Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 12, καὶ συχνάκις. 3) καταστρέφω τὴν φιλίαν, θέτω τέρμα εἰς αὐτήν, Λατ. dirimere, δ. σπονδὰς Θουκ. 5. 1· ὁμολογίας Ἰσοκρ. 77C· φιλίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 5, 1·-οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διαλύσασθαι ξεινίην Ἡρόδ. 4. 154· ἀπολ., διασπῶ, διαλύω φιλίαν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 13, 5 κἑξ. 4) θέτω τέρμα εἰς ἔχθραν ἢ ἐχθροπραξίας, ἔχθραν, πόλεμον Θουκ. 4. 19., 8. 46· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, δ. ἔχθρας Ἰσαῖ 64.25· διαφορὰς Ἰσοκρ. 266 D ·πολέμους ὁ αὐτ. 76 D, πρβλ. Δημ. 44. 10· κατὰ παθ. ὑπερσ. (μετὰ μέσ. σημ.) , διελέλυσθε τὸν πόλεμον Ἰσοκρ. 301C· ἐντεῦθεν, β) μετ᾽ αἰτ. προσ., διαλλάττω, συμφιλιῶ, πρὸς ἐμὲ δ᾽ αὐτὸν διαλύειν ἠξίου Δημ. 555. 1, πρβλ. 1032. 8· δ. τινὰ ἐκ διαφορᾶς Πολύβ. 1. 87, 4· οὐ γάρ ἦν ὁ διαλύσων Θουκ. 3. 83·-μέσ. ἀπολ., διαλλάττομαι, συμφιλιοῦμαι, παύω ἔριν,Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 25, κτλ.· πρός τινα Αἰσχίν. 10.4· περί τινος Λυσ. 100.43· οὕτως ἐν τῷ μέσ. μέλλ., ὅπως... μὴ διαλύσει Δημ. 583. 23. 5) καθόλου, θέτω τέρμα εἴς τι, καταπαύω, καταστρέφω, διαβολὴν Θουκ. 1. 131· πάσας αὐτοῦ διαλύσω τὰς ἀπολογίας Δημ. 831. 24, πρβλ. 991. 20· τὸν φόβον τῶν Ἑλλήνων δ. Πλάτ. Μενεξ. 241Β·-οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐγκλήματα δ. Θουκ. 1. 140, πρβλ. 145, Ἰσοκρ. 228D, 278B, 313C· δ. ἃ ἐψηφίσασθε, νὰ ἀναιρέσητε τὴν ἀπόφασίν σας, Λυσ.64.25· διαλύεσθαι τὰ πρὸς ἀλλήλους, διευθετῶ ἀμοιβαίας ἀξιώσεις, Ἰσοκρ. 48 D, πρβλ. Αἰσχίν. 10. 4.6) λύω δυσκολίαν, Πλάτ. Σοφ. 252D· τὴν ἀπορίαν Ἀριστ. Μεταφ. 10. 6, 5, κτλ. 7) δ. τιμάς, πληρώνω ὅλην τὴν ἀξίαν, τὴν τιμήν, Δημ. 846, ἐν τέλ.· πληρώνω, ἀποτίνω, τὴν δαπάνην Ἡρόδ. 5. 30· χρήματα Δημ. 460. 19· τὰ συμβόλαια Ἀριστ. Πολ. 3. 3, 2· χρέος, χρέα, κτλ., Πολύβ. 32. 13, 4, κτλ.· πάντα διελέλυτο Δημ. 836. 14· οὕτω Λατ. diluere, Κικ. Off. 1. 33·- ὡσαύτως μετ᾽αἰτ. προσ., δ. τὸν ναύκληρον, ἱκανοποιῶ αὐτόν, δηλ. τὸν πληρώνω, Δημ. 1192. 24, πρβλ. 919. 10, 959, ἐν τέλ.· -κατὰ μέσ. ἢ παθ., διατάσσω νὰ πληρωθῶσι χρέη, Ἀρρ. Ἀν. 7. 10· ἀλλ᾽ ὡσαύτως, πληρώνομαι, κάμνω νά με πληρώσωσι, Δίων Χρυσ. σ. 214. ΙΙ. χαλαρώνω, ἐξασθενῶ, τὸ σῶμα Ἱππ. Ἀφ. 1247· καθιστῶ τινα ἐνδοτικόν, εὐάγωγον, Λατ. relaxare, Ἀριστοφ. Εἰρ. 85.-Παθ., δ. καὶ ἀδυνατεῖν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 5, 1· ἀνάπλους διαλελυμένος, ἔκπλους ἄνευ τάξεως, Πολύβ. 16. 2, 6· διαλελυμένη λέξις, χαλαρὸν ὕφος, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 9. 2) ἀπολ., χαλαρώνω, λύω, Θεόκρ. 24. 32. Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 442 καὶ 417.

French (Bailly abrégé)

I. tr. dissoudre, disjoindre, séparer : τοὺς ἀγωνιζομένους νὺξ διέλυσε HDT la nuit sépara les combattants ; δ. ξύλλογον THC, πανήγυριν XÉN dissoudre une assemblée ; détruire, saccager;
II. faire cesser :
1 mettre fin à : δ. πόλεμον THC terminer une guerre;
2 réfuter, ruiner : διαβολήν THC une accusation;
3 acquitter : δαπάνην HDT une dépense;
Moy. διαλύομαι;
I. intr.
1 se dissoudre ; mourir;
2 se séparer;
II. tr. 1 dissoudre : ξεινίην HDT des liens d’hospitalité;
2 faire cesser : πολέμους ISOCR des guerres ; se réconcilier;
3 réfuter : ἐγκλήματα THC des accusations ; ruiner, détruire, annuler (un vote, etc.).
Étymologie: διά, λύω.