ἐπιστέλλω
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
A send to, γράψας ἐς βυβλίον τάδε ἐπέστειλε ἐς Σάμον Hdt. 3.40; τοῖσι Ἕλλησι Id.7.239; ἡδίω . . ἂν εἶχον ὑμῖν . . ἐπιστέλλειν Th. 7.14; ἐ. ἐπιστολάς τινι D.4.37, cf. Pl.Ep.363b; send a message, τάδε E.IT770; esp. by letter, write word, τοιαῦτα Lys.20.27; περί τινος ὡς ἀδικοῦντος Th.8.38; ἐ. ὅτι . . ib.50,99; τὰ ἐπισταλέντα ἐκ τῆς Σάμου the news received from Samos, ib.50; τὰ ὑπό τινος ἐπεσταλμένα Plu.Art.21. 2. enjoin, command, τισί τι Th.5.37; τὸν ἄγγελον ἐπιστείλας ταῦτα ἔπεμψε X.Cyr.2.4.32; τινὶ περί τινος ib.4.5.34: c.inf., ἐ. τινὶ ἀπίστασθαι Hdt.6.3; τινὶ ἐκμαθεῖν E.Ph.863; ὁ Κῦρος αὐτῷ ἐπέστελλε πρὸς Πέρσας λέγειν X.Cyr.4.5.26; also ἐ. τινὰ ποιεῖν τι S.OT106, X.Cyr.5.5.1: without any case, give orders to do, A. Eu.205, Th.8.72, etc.; give orders in writing, Thphr.Char.24.13:— Pass., ἔφη οὐδέν οἱ ἐπεστάλθαι ἄλλο ἢ ἀπαλλάσσεσθαι he had received orders to... Hdt.4.131; καί μοι ἐκ βασιλέος ὧδε ἐπέσταλται Id.6.97; αἷς ἐπέσταλται τέλος to whom the office has been committed, A.Ag. 908, cf. Eu.743; τἀπεσταλμένα Id.Ch.779; κατὰ τὰ ἐ. ὑπὸ Δημοσθένους Th.4.8; ἀξιῶ ἐπισταλῆναί τισι c.inf., PRyl.121.13 (ii A.D.): with personal construction, ταῦτα ἐπεσταλμένοι having received these instructions, Th.5.37: in later writers, usu. of orders given in writing, Act.Ap.15.20, 21.25, SIG837.14 (ii A.D.), etc.; of orders for payment, POxy.1304 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 983] 1) zuschicken, hinschicken, ἐπιστολάς, γράμματα, Sp.; – durch Briefe od. Boten melden, an Einen schreiben, od. ihm sagen lassen, berichten, τοῖς ἄλλοις Ἕλλησι Her. 7, 239; ἐπιστέλλει περὶ αὐτοῦ ἐς Λακεδαίμονα ὡς ἀδικοῦντος Thuc. 8, 38; κρύφα ἐπιστείλας ὅτι ibd. 50; τὰ ἐπισταλέντα ἐκ Σάμου 8, 50; Plat. Epist. u. Sp., bes. Hdn. oft; τὰ ἐπεσταλμένα, den Brief, Plat. ep. VII, 337 d; Plut. Art. 21; Hdn. 7, 6, 9. – 2) auftragen, befehlen, Aesch. Eum. 196; αἷς ἐπέσταλται τέλος Ag. 882; πρᾶσσε τἀπεσταλμένα Ch. 768; τοὺς αὐτοέντας χειρὶ τιμωρεῖν Soph. O. R. 106, ἐπέστειλεν φράσαι Ar. Nubb. 608; in Prosa, Her. 6, 3, καί μοι ἐκ βασιλέος ὧδε ἐπέσταλται 6, 97, ἐπιστείλαντες τὰ πρέποντα εἰπεῖν ἀπέπεμψαν Thuc. 8, 72, ἀπήγγειλαν τὰ ἐπεσταλμένα 3, 4, κατὰ τὰ ἐπεσταλμένα ὑπὸ Δημοσθένους nach dem Vefehle des Dem., 4, 8; ἐπεστάλκει Ἀδουσίῳ συμμίξαντα ἄγειν Xen. Cyr. 7, 4, 41, κατὰ τὰ ἐπεσταλμένα ὑπ ὸ τοῦ βασιλικοῦ λόγου Plat. Soph. 235 b; Folgde. – Bei Christod. ecphr. 140 ist φᾶρος ἐπιστείλασα = ὑποστείλασα, aufschürzen, oder darüberziehen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστέλλω: μέλλ. -στελῶ, στέλλω πρός τινα, γράψας ἐς βιβλίον τάδε ἐπέστειλε ἐς Σάμον Ἡρόδ. 3. 40, πρβλ. 7. 239· γράφω, ἀγγέλλω δι’ ἐπιστολῆς, ἡδίω... ἂν εἶχον ὑμῖν... ἐπιστέλλειν Θουκ. 7. 14· ὁ δὲ Κῦρος αὐτῷ ἐπέστελλε πρὸς μὲν Πέρσας λέγειν κτλ., Ξεν. Κύρ. 4. 5, 26· ἐπ. ἐπιστολάς τινι Δημ. 51. 2, Πλάτ. Ἐπιστ. 363Β: ― ἀπολ., στέλλω ἀγγελίαν. Εὐρ. Ι. Τ. 770· ἰδίως δι’ ἐπιστολῆς, γράφω, παραγγέλλω, Λυσ. 160. 27· περί τινος ὡς ἀδικοῦντος Θουκ. 8. 38· ἐπ. ὅτι... αὐτόθι 50, 99· τὰ ἐπισταλέντα ἐκ Σάμου, αἱ εἰδήσεις αἱ ἀποσταλεῖσαι ἐκ Σάμου, αὐτόθι 50· τὰ ἐπεσταλμένα, ἐπιστολαί, Πλουτ. Ἀρτοξ. 21, κλ.· πρβλ. ἐπιστολή. 2) παραγγέλλω, διατάττω, τινί τι Θουκ. 5. 37· τινά τι Ξεν. Κύρ. 2. 4, 32· τινὶ περί τινος αὐτόθι 4. 5. 34, Πλάτ.· μετ’ ἀπαρ., ἐπ. τινὶ ἀπίστασθαι Ἡρόδ. 6. 3· τινὶ ἐκμαθεῖν Εὐρ. Φοίν. 863· ὡσαύτως, ἐπ. τινὰ ποιεῖν τι Σοφ. Ο. Τ. 106, Ξεν. Κύρ. 5. 5, 1· καὶ ἄνευ πτώσεως, δίδω διαταγὰς ὅπως πράξῃ τίς τι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 205, Θουκ. 8. 72, κλ.· ― οὕτως, ἐν τῷ Παθ., ἐπέσταλτό οἱ..., μετ’ ἀπαρ., διετάχθη να..., Ἡρόδ. 4. 131· καί μοι ἐκ βασιλέως ὧδε ἐπέσταλται ὁ αὐτ. 6. 97· αἷς ἐπέσταλται τέλος, εἰς ἃς ἀνετέθη ἡ ἐπιμέλεια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 908, πρβλ. Εὐμ. 743· τὰ ἐπεσταλμένα, αἱ δοθεῖσαι διαταγαί, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 779· κατὰ τὰ ἐπ. ὑπὸ Δημοσθένους Θουκ. 4. 8. 3) διατάττω διὰ διαθήκης, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 14, πρβλ. Valck. Εὐρ. Ἱππ. 858. ΙΙ. σύρω τι ὑπεράνω, φᾶρος ἐπιστείλασα κατωμαδὸν Χριστοδ. Ἔκφρ. 140· πρβλ. συστέλλω.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. ἐπέσταλμαι;
1 envoyer, particul. envoyer une lettre ou un message : ἐπιστέλλειν ἐπιστολάς τινι DÉM envoyer des lettres à qqn ; abs. envoyer un message, mander ; particul. mander par écrit : τι πρός τινα qch à qqn ; ἐπ. περί τινος ὡς ἀδικοῦντος THC mander au sujet de qqn qu’il est coupable d’un méfait ; ἐπ. ὅτι mander que ; τὰ ἐπεσταλμένα PLUT lettres, messages;
2 commander, ordonner : τινί τι, τινά τι qch à qqn ; τινι περί τινος ordonner qch à qqn au sujet de qch ; avec l’inf. ordonner de ; Pass. ἐπέσταλτό οἱ avec l’inf. il lui avait été ordonné de ; καί μοι ἐκ βασιλέως ὧδε ἐπέσταλται HDT et ce sont là les ordres que j’ai reçus du roi ; τὰ ἐπεσταλμένα ὑπό τινος THC les ordres données par qqn ; abs. τὰ ἐπεσταλμένα ESCHL les ordres.
Étymologie: ἐπί, στέλλω.
English (Strong)
from ἐπί and στέλλω; to enjoin (by writing), i.e. (genitive case) to communicate by letter (for any purpose): write (a letter, unto).