καθάπτω

From LSJ
Revision as of 17:43, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθάπτω Medium diacritics: καθάπτω Low diacritics: καθάπτω Capitals: ΚΑΘΑΠΤΩ
Transliteration A: katháptō Transliteration B: kathaptō Transliteration C: kathapto Beta Code: kaqa/ptw

English (LSJ)

Ion. κατ-,

   A fasten or fix on, put upon, καθῆψεν ὤμοις . . ἀμφίβληστρον S.Tr.1051; κ. τι ἀμφί τινι E.Ion1006; τι ἐπί τι X.Cyn. 6.9; τι εἴς τι Plb.8.6.3; τι ἔκ τινος Plu.2.647e; ἄγκυραν καθάψας having made it fast, Philem.213.10; τὰ ὀστέα καθάπτει τὰ νεῦρα Arist. Spir.483b31:—Med., κισσὸν ἐπὶ κρατὶ καθάπτεσθαι Theoc.Ep.3.4:— Pass., βρόχῳ καθημμένος S.Ant.1222, cf. Theoc.Adon.11.    2 equip by fastening or hanging on, in Med., σκευῇ σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι E.Rh.202, cf. AP9.19 (Arch.):—Pass., νεβρίνῃ καθημμένος δορᾷ with a fawn-skin slung round him, S.Ichn.219; καθημμένοι νεβρίδας Str.15.1.71.    3 intr., attach itself, εἴς τι, πρός τι, Arist.HA514b30, 515a3; later = 11.5, fasten upon, τῆς χειρός τινος Act.Ap.28.3, cf. Poll.1.164.    II used by Hom. only in Med., καθάπτεσθαί τινα ἐπέεσσι, in good or bad sense, as, σὺ τόν γ' ἐπέεσσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσι do thou accost him... Il.1.582; μαλακοῖσι καθαπτόμενος ἐπέεσσιν Od.10.70; μειλιχίοις ἐπέεσσι κ. 24.393; but also ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος assailing . ., 18.415, 20.323; χαλεποῖσι κ. ἐπέεσσι Hes.Op.332: without a qualifying Adj., accost, assail, ἐπέεσσι καθάπτετο θοῦρον Ἄρηα Il.15.127, cf. Od.2.240; without ἐπέεσσι, γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν 2.39, cf. 20.22, Il.16.421.    2 after Hom., c. gen., upbraid, Hdt.6.69, Th.6.16, Pl.Cri.52a, X.HG 1.7.4: abs., Th.6.82.    3 in military sense, attack, καθαψάμενοι τῆς οὐραγίας Plb.1.19.14.    4 appeal to, θεῶν . . καταπτόμενος appealing to them, Hdt.6.68; Δημαρήτου καὶ ἄλλων μαρτύρων Id.8.65.    5 lay hold of, τυραννίδος Sol.32.3; βρέφεος χείρεσσι Theoc.17.65; τῆς θαλάσσης take to the sea, Philostr.VA3.23: Act., καθάπτων τοῦ τραχήλου Arr.Epict.3.20.10(cf. 1.3).    6 to be sensitive in respect of, ψόφου Hp.Prorrh.1.16.

German (Pape)

[Seite 1280] anknüpfen; τὴν μὲν βρόχῳ μιτώδει σινδόνος καθημμένην κατείδομεν, aufgeknüpft, Soph. Ant. 1207; καθῆψεν ὤμοις τοῖς ἐμοῖς Ἐρινύων ὑφαντὸν ἀμφίβληστρον, er schlang um meine Schultern das Netz, Trach. 1040; δρυῒ καθῆψεν ἔντεα Diosc. 13 (VII, 430); in Prosa, καθάπτων τοὺς περιδρόμους ἐπὶ τὴν γῆν Xen. Cyn. 6, 9; τὰς πρώρας εἰς ἀκίνητον Pol. 8, 8, 3; – anlegen, anziehen, im med., σκευῇ πρεπόντως σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι Eur. Rhes. 202; μίτραις κῶλα καθαψάμενος Archi. 24 (IX, 19); übertr., καθηψάμην τυραννίδος Sol. bei Plut. Sol. 14; so adj. verb., θύρσοισι καὶ νεβρῶν δοραῖς καθαπτός Eur. bei Ar. Ran. 1212, was Suid. ἐνδεδυμένος erkl. – Aber καθαπτὸν ὄργανον ist ein Instrument, das durch Berührung gespielt, geschlagen wird, Ath. IV, 174 c. – Im N. T. = Vorigem; τόξου καθάψαι Poll. 1, 164. – Auch intr., εἴς τι, bis wohin reichen, Arist. H. A. 3, 4.

Greek (Liddell-Scott)

καθάπτω: Ἰων. κατάπτω: μέλλ. -ψω. Θέτω ἐπάνω εἴς τι, κρεμῶπροσάπτω τι εἴς τι, περιβάλλω, οἷον τόδ’ ἡ δολῶπις Οἰνέως κόρη καθῆψεν ὤμοις τοῖς ἐμοῖς Ἐρινύων ὑφαντὸν ἀμφίβληστρον Σοφ. Τρ. 1051· οὕτω, καθ. τι ἀμφί τινι Εὐρ. Ἴων. 1006· ἐπὶ τι Ξεν. Κυν. 6, 9· τι εἴς τι Πολύβ. 8. 8, 3· τι ἔκ τινος Πλούτ. 2. 647Ε· ἄγκυραν καθάψας, στερεώσας, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10· τὰ ὀστέα καθάπτει τὰ νεῦρα Ἀριστ. π. Πνεύμ. 5. 10. - Μέσ., κισσὸν ἐπὶ κρατὶ καθάπτεσθαι Θεόκρ. Ἐπιγράμμ. 3. 4, - Παθ., βρόχῳ καθημμένος Σοφ. Ἀντ. 1222, πρβλ. Θεόκρ. 30. 11 2) ἐνδύω, περιβάλλω, ἐν Μέσ., σκευῇ σῶμ’ ἐμὸν καθάψομαι Εὐρ. Ρῆσ. 202, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 19. - Παθ., καθημμένοι νεβρίδας ἐνδεδυμένοι μὲ δέρματα νεβρῶν, Στράβ. 719· ἴδε καθαπτός. 3) ἀμετάβ., προσκολλῶμαι, εἰς τι, πρός τι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 9 καὶ 12· - παρὰ μεταγεν. μάλιστα σπανίως ἐπὶ τῆς μέσ. σημασ. (ΙΙ), πιάνω, κρατῶ τι, προσκολλῶμαι εἴς τι, ἔχιδνα ἐκ θέρμης ἐξελθοῦσα καθῆψε τῆς χειρὸς αὐτοῦ Πράξ. Ἀποστ. κη΄, 3, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 20, 10· τόξου καθάψαι, λαβεῖν αὐτὸ εἰς χεῖρας, Πολυδ. Α΄, 164. ΙΙ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, καθάπτεσθαί τινα ἐπέεσσι, ἐπὶ καλῆς ἢ κακῆς σημασίας, ὡς, σὺ τον γ’ ἐπέεσσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσι, «νὰ τὸν πιάσῃς μὲ μαλακὰ λόγια», Ἰλ. Α. 582· μαλακοῖσι καθαπτόμενος ἐπέεσσιν Ὀδ. Κ. 70· μειλιχίοις ἐπέεσσι καθ. Ω. 293· ἀλλ’ ὡσαύτως, ἀντιβίοις ἐπέεσσιν καθαπτόμενος, ὀνειδίζων διὰ λόγων ἐναντίων, Σ. 415, Υ. 323· χαλεποῖσι καθ. ἐπέεσσιν Ἐργ. κ. ἡμ. 330· ὡσαύτως ἄνευ ἐπιθετικοῦ προσδιορισμοῦ, ὀνειδίζω, ἐπέεσσι καθάπτετο θοῦρον Ἄρηα Ἰλ. Ο. 127, πρβλ. Ὀδ. Β. 240· τέλος καὶ ἄνευ τοῦ ἐπέεσσι, γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν Β. 39, πρβλ. Υ. 22, Ἰλ. Π. 421. 2) μεθ’ Ὅμηρον, ἀείποτε μετὰ γεν., ἐπιτίθεμαι, προσβάλλω, ὀνειδίζω, Ἡρόδ. 6. 69, Θουκ. 6. 16. Πλουτ. Κρίτων 52Α, Ξεν. Ἑλλ, 1. 7, 4· ἀπολ., Θουκ. 6. 82· ὡσαύτως, καθάπτεσθαι τῆς οὐραγίας Πολύβ. 1. 19, 14: - ἀλλὰ παρ’ Ἡροδ., ὡσαύτως, ὡς τὸ Λατ. antestari, θεῶν … καταπτόμενος, ἐπιμαρτυρόμενος, ἐπικαλούμενος αὐτούς, 6. 68· Δημαρήτου καὶ ἄλλων μαρτύρων 8. 65. 3) ἅπτομαι, τυραννίδος δὲ … οὐ καθηψάμην Σόλων 27. 3· βρέφεος χείρεσσι Θεόκρ. 17.65· τοῦ τραχήλου Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 20, 10. 4) ἀντιλαμβάνομαί τινος, εἶμαι εὐαίσθητος πρός τι, ψόφου Ἱππ. 68D.

French (Bailly abrégé)

f. καθάψω, ao. καθῆψα;
I. tr. 1 attacher de haut en bas ; suspendre : ὤμοις ἀμφίβληστρον SOPH jeter un manteau autour de ses épaules ; βρόχῳ καθημμένη SOPH pendue au moyen d’un lacet;
2 p. ext. attacher à : τι ἐπί τι ou εἴς τι ou ἔκ τινος une chose à une autre;
II. intr. s’attacher à, gén.;
Moy. καθάπτομαι (f. καθάψομαι);
1 s’attacher à ; tenir fortement : τυραννίδος SOL s’emparer de la royauté;
2 particul. s’adresser à : τινα ἐπέεσσι adresser à qqn des paroles bienveillantes ou blessantes (litt. s’attacher ou s’attaquer à qqn par des paroles) ; φίλον ἦτορ OD parler à son propre cœur, càd se parler à soi-même ; postér. en mauv. part s’attaquer à, gén.;
3 se rattacher à qqn (comme à un soutien) ; invoquer, attester, prendre à témoin : τινος qqn.
Étymologie: κατά, ἅπτω.

English (Strong)

from κατά and ἅπτομαι; to seize upon: fasten on.