ὀψέ

From LSJ
Revision as of 12:20, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψέ Medium diacritics: ὀψέ Low diacritics: οψέ Capitals: ΟΨΕ
Transliteration A: opsé Transliteration B: opse Transliteration C: opse Beta Code: o)ye/

English (LSJ)

Aeol. ὄψι (q. v.), Adv.

   A after a long time, at length, late, ἔκ τε καὶ ὀ. τελεῖ, opp. αὐτίκα, Il.4.161; ὀ. κακῶς ἔλθοι Od.9.534, etc.; ὀ. διδάσκεσθαι, μανθάνειν, to be late in learning, learn too late, A.Ag.1425, S. OC1264; ὀψέ γε φρονεῖς εὖ E.Or.99; also ὀ. δή Il.7.399, etc.; ὀ. γοῦν A. l.c.; ὀ. περ Pi.N.3.80.    b ὀ. ἀφ' οὗ . . it is not long since... Th.1.14.    2 late in the day, at even, Il.21.232, Od.5.272, Th.4.106, etc.; ὀφλεῖν . . ὀ. ὁδοῦ incur a penalty for being out late at night, Pl.Cra.433a (dub.); late in the season, Hes.Op.485; ὀ. ἦν, ὀ. ἐγίγνετο, it was, it was getting, late, X.An.2.2.16, 3.4.36; ἡ μάχη ἐτελεύτα ἐς (v.l. ἕως) . did not end till late, Th.3.108; so ἐς ὀψέ Id.8.23; but εἰς ὀ. ψηφίζεσθαι continue voting till late in the day, D.57.15.    3 c. gen., ὀ. τῆς ἡμέρας late in the day, ἤδη γὰρ τῆς ἡμέρας ὀ. ἦν Th.4.93, cf. X.HG2.1.23; τῆς δ' ὥρας ἐγίγνετ' ὀ. D.21.84; ὀ. τῆς ἡλικίας late in life, Luc. Dem.Enc.14, cf. Am.37.    4 as Prep. c. gen., ὀ. τούτων after these things, Philostr.VA6.10, cf. 4.18; so perh. ὀ. σαββάτων after the sabbath day, Ev.Matt.28.1.—For the Comp. and Sup. Advbs.v. ὄψιος.

German (Pape)

[Seite 432] (von ἐπί, wie ὄπις, ὄπισθε), nach her, bes. lange Zeit darnach, spät; ἔκ τε καὶ ὀψὲ τελεῖ, Il. 4, 181; ὀψὲ δὲ δὴ μετέειπε, 7, 399 u. öfter; καὶ ὀψέ περ, wenn auch spät erst, 9, 247; εἰσόκεν ἔλθῃ δείελος ὀψὲ δύων, spät, 21, 232, wie Od. 5, 272; ὀψὲ κακῶς νεῖαι, 11, 114; ὀψέ περ, Pind. N. 3, 77; γνώσῃ διδαχθεὶς ὀψὲ γοῦν τὸ σωφρονεῖν, Aesch. Ag. 1339; ὄψ' ἄγαν ἐκμανθάνω, Soph. O. C. 1264; θεοὶ γὰρ εὖ μέν, ὀψὲ δ' εἰσορῶσι, 1533, öfter; ὀψὲ φρονεῖς εὖ, Eur. Or. 99; Bacch. 1343; Thuc. 4, 106 u. öfter; ἕως ὀψέ, bis spät an den Abend, 3, 108, v. l. ἐς ὀψέ, wie 8, 23; Sp.; μάλα γε ὀψὲ ἀφικόμενος, Plat. Prot. 310 c; νύκτωρ περιιόντες ὀψέ, Crat. 433 a; ὅτι ὀψὲ εἴη, Conv. 217 d; Folgde. – Comparat., ὀψιαίτερον τοῦ δέοντος, Plat. Crat. 433 a; ὀψιαίτατα ἀπαλλάττονται, Prot. 326 c, wie Xen. Cyr. 8, 8, 9; ὡς μὲν ἐδύνατο ὀψιαίτατα κατήγετο εἰς τὰς πόλεις, ὡς δὲ πρωϊαίτατα ἐξωρμᾶτο, Hell. 4, 5, 18; Folgde; ὀψὲ ποιούμενος τὰς ἐξαγωγάς, Pol. 11, 22, 2; auch c. gen., ὀψὲ τῆς ἡλικίας, Luc. Dem. enc. 14, vgl. amor. 37, wie schon Xen. sagt τῆς ἡμέρας ὀψὲ ἦν, spät am Tage, Hell. 2, 1, 23; τῆς δὲ ὥρας ἐγίγνετο ὀψέ, Dem. 21, 84, es war spät an der Zeit; auch ὀψὲ τῶν Τρωϊκῶν, lange nach dem trojanischen Kriege, Philostr. S. auch ὄψιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψέ: Ἐπίρρ., μετὰ μακρὸν χρόνον, ἀργά, Λατ. sero, Ὅμ., κτλ.˙ ὀψὲ δὲ δὴ Μενέλαος ἀνίστατο Ἰλ. Η. 94˙ ὀψὲ κακῶς ἔλθοι Ὀδ. Ι. 534, κτλ.˙ ὀψὲ διδάσκεσθαι ἢ μανθάνειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1425, Σοφ. Ο. Κ. 1264˙ ὀψὲ φρονεῖν εὖ Εὐρ. Ὀρ. 99 (πρβλ. ὀψιμαθής)˙ - ὡσαύτως ὀψὲ δή, Ἰλ. Η. 399, κτλ.˙ ὀψὲ γοῦν, Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ὀψέ περ, Πινδ. Ν. 3. 140. 2) ἀργά, πρὸς τὴν ἑσπέραν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρωΐ, Ἰλ. Φ. 232, Ὀδ. Ε. 272, Θουκ. 4. 106, κτλ.˙ ἀργά, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 483˙ ὀψὲ ἦν, ὀψὲ ἐγίγνετο, ἦτο ἡ ὥρα περασμένη, «ἐβράδυαζε», Ξεν. Ἀν. 2. 2, 16., 3. 4, 36˙ ἡ μάχη ἐτελεύτα ἕως ὀψέ, ἀργὰ πρὸς τὴν ἑσπέραν, Θουκ. 3. 108 οὕτως, ἐς ὀψὲ ὁ αὐτ. 8. 23˙ ἀλλά, εἰς ὀψὲ ψηφίζεσθαι, ἐξακολουθεῖν τὴν ψηφοφορίαν μέχρις ἑσπέρας, Δημ. 1303. 14. 3) μετὰ γεν., ὀψὲ τῆς ἡμέρας, ἀργὰ πρὸς ἑσπέραν, τὸ τοῦ Λιβίου serum diei, ἤδη γὰρ τῆς ἡμέρας ὀψὲ ἦν Θουκ. 4. 93, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 23˙ οὕτω, τῆς δ’ ὥρας ἐγίγνετο ὀψὲ Δημ. 451 ἐν τέλ.˙ ὀψὲ τῆς ἡλικίας, εἰς περασμένην ἡλικίαν, Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 14, Ἔρωτ. 37˙ ἀπὸ ὀψὲ σιωπῶντες, «ἀπὸ ψές», ἀπὸ τῆς παρελθούσης ἑσπέρας, Ἀποφθέγμ. Πατέρ. 108Β, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 403, 17, 404. - Περὶ τοῦ συγκρ. καὶ ὑπερθετ. ἐπιρρ. ἴδε ἐν λέξ. ὄψιος. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 166.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
tard :
I. 1 longtemps après, bien après ; ὀψὲ τῆς ἡλικίας LUC dans un âge avancé;
2 tardivement, trop tard : γνώσῃ διδαχθεὶς ὀψὲ γοῦν τὸ σωφρονεῖν ESCHL tu sauras trop tard, pour l’avoir appris, ce que c’est qu’être sage;
II. tard dans la journée, le soir : ἔως ὀψέ THC jusqu’au soir ; τῆς ἡμέρας ὀψὲ ἦν THC c’était le soir, sur le tard;
Cp. ὀψίτερον, Sp. ὀψιαίτατα.
Étymologie: ὄπις², cf. ὄπισθε, ὀπίσω, ὄψιος.

English (Autenrieth)

(cf. ὄπισθε): late, long afterward, in the evening, Il. 4.161, Il. 21.232, Od. 5.272.

English (Slater)

ὀψέ
   1late ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι ὀψέ περ (N. 3.80)