ὀψιμαθής
Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön
English (LSJ)
ὀψιμαθές,
Aopsimath, late in learning, late to learn, Isoc.10.2, Pl.Sph.251b, Epicur.Fr.173; ὀψιμαθεῖς scis quam sint insolentes, Cic.Fam.9.20.2: c. gen., τῶν πλεονεξιῶν X.Cyr. 1.6.35; κακῶν Isoc.12.96; τῆς ἀδικίας οἷόν ἐστιν Pl.R. 409b.
II vain of late-gotten learning, pedantic, Thphr. Char.27, Timae.70, Luc. Salt.33.
German (Pape)
[Seite 432] ές, spät lernend, einsehend, τινός, Isocr. 12, 96; Plat. Soph. 251 b; τῆς ἀδικίας, Rep. III, 409 b; τῶν πλεονεξιῶν, Xen. Cyr. 1, 6, 35, vgl. 3, 3, 37; Plut. Cat. mai. 2; bes. mit dem spät Erlernten Prunk treibend, kleinlich stolz darauf seiend, Cic. fam. 9, 20, 2; Luc. de salt. 32; auch das spät Erlernte nicht recht verstehend od. verkehrt anwendend, Pol. 12, 9, 4.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui commence tard à s'instruire, qui apprend tard ou trop vieux, gén.;
2 demi-savant ; pédant.
Étymologie: ὀψέ, μανθάνω.
Russian (Dvoretsky)
ὀψῐμᾰθής:
1 начинающий (начавший) поздно учиться (ὀ. τῶν πλεονεξιῶν Xen.);
2 поздно знакомящийся, поздно начинающий понимать (ὀ. τῆς ἀδικίας Plat.);
3 недоучившийся, полуобразованный Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψῐμᾰθής: -ές, (μαθεῖν) ὁ ἀργὰ μανθάνων ἢ μαθών, τὸ τοῦ Ὁρατίου, serus studiorum, Ἰσοκρ. 208Β, Πλάτ. Σοφ. 251Β· ὀψιμαθεῖς· scis quam sint insolentes, Κικ. ad Fam. 9. 20, 2· - ὁ παρὰ πολὺ ἀργὰ μαθών τι μετὰ γεν., κακῶν Ἰσοκρ. 252D· τῆς ἀδικίας Πλάτ. Πολ. 409Β· τῶν πλεονεξιῶν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 35. ΙΙ. ὁ ἀλαζονευόμενος ἐπὶ τῇ ὀψὲ κτηθείσῃ μαθήσει, κομπαστικός, Θεοφρ. Χαρακτ. 27, Πολύβ. 12. 9, 4, Λουκ.· ὁ κακῶς ἐφαρμόζων τὰ μεμαθημένα, Τίμαι.70.
Greek Monolingual
-ές (Α ὀψιμαθής, -ές)
αυτός που διδάχθηκε και έμαθε κάτι σε προχωρημένη ηλικία, καθυστερημένα («τῶν γερόντων τοῖς ὀψιμαθέσι», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός που εφαρμόζει με άσχημο τρόπο τα όσα έμαθε
2. (με υποτιμητική σημ.) αυτός που επιδιώκει να μάθει πράγματα ανάρμοστα προς την προχωρημένη ηλικία του ή αυτός που περηφανεύεται για κάτι που έμαθε αργά.
επίρρ...
οψιμαθώς (Μ ὀψιμαθῶς)
με τρόπο οψιμαθή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + -μαθής (< μανθάνω)].
Greek Monotonic
ὀψῐμᾰθής: -ές (μανθάνω),
I. αυτός που μαθαίνει με βραδείς ρυθμούς, αυτός που μαθαίνει πια πολύ αργά, παράκαιρα, όπως το serus studiorum του Οράτ., σε Πλάτ.· πολύ προχωρημένης ηλικίας για να μάθει, με γεν., σε Ξεν.
II. αυτός που κομπάζει για όσα ξέρει, παρότι τα έμαθε πια πολύ αργά, ο σοφολογιότατος, σε Θεόφρ.
Middle Liddell
ὀψῐ-μᾰθής, ές μανθάνω
I. late in learning, late to learn, Hor.'s serus studiorum, Plat.:— too old to learn, c. gen., Xen.
II. vain of late-gotten learning, pedantic, Theophr.
Wikipedia EN
An opsimath is a person who begins, or continues, to study or learn late in life. The word is derived from the Greek ὀψέ (opsé), meaning 'late', and μανθάνω (manthánō), meaning 'learn'.
Opsimathy was once frowned upon, used as a put-down with implications of laziness, and considered less effective by educators than early learning. The emergence of "opsimath clubs" has demonstrated that opsimathy has shed much of this negative connotation, and that this approach may, in fact, be desirable.
Notable opsimaths include 19th century army officer and Orientalist Sir Henry Rawlinson, Grandma Moses, mathematician Paul Erdős (who published papers until his death at age 83), Rabbi Akiva (according to the Talmud he began studying at age 40), and Cato the Elder, who learned Greek only at the age of 80.
Wikipedia FR
Le terme, dans l'antiquité grecque, était appliqué à ceux qui montrent de l'ardeur à apprendre, même si leur vieillesse leur ôte vigueur, force ou vivacité, et va au-delà de l'étude et de l'intellect. L'opsimathie est un terme didactique désignant l'envie d'apprendre sur le tard, dans la vieillesse.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ὀψέ + μαθεῖν τοῦ μανθάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί στό ρῆμα μανθάνω.