λάω

From LSJ
Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάω Medium diacritics: λάω Low diacritics: λάω Capitals: ΛΑΩ
Transliteration A: láō Transliteration B: laō Transliteration C: lao Beta Code: la/w

English (LSJ)

(A) [ᾰ],

   A = βλέπω, οὐδέ κεν αὐτὸν αἰετὸς ὀξὺ λάων ἐσκέψατο h.Merc. 360; γηθήσειε λάων is probably v.l. for γ. ἰδών in Il.13.344 (POxy. 769); cf. λάετε· σκοπεῖτε, βλέπετε, Hsch., Cyr.
λάω (B) [ᾰ],

   A seize, hold, κύων ἔχε ποικίλον ἐλλόν, ἀσπαίροντα λάων gripping it as it struggled, Od.19.229; ὁ μὲν λάε νεβρὸν ἀπάγχων gripped the fawn as he was throttling it, ib.230.—Also expld. by ἀπολαυστικῶς ἔχων (Aristarch.) or ἀπολαυστικῶς ἐσθίων (Sch., Hsch. s.v. λάων, who refers it alternatively to λάω (A), but also has λάε· ἐψόφησεν, οἱ δὲ ἐφθέγγετο; cf. λαήμεναι· φθέγγεσθαι, Cyr.).
λάω (C),

   A v. λῶ.

Greek (Liddell-Scott)

λάω: (Α), = βλέπω, ἀρχ. Ἐπικὴ λέξις ἀπαντῶσα ἐν δυσὶ χωρίοις τῆς Ὀδ., κύων ἔχε ποικίλον ἐλλόν, ἀσπαίροντα λάων, ἐκράτει νεβρὸν παρατηρῶν αὐτὸν ἀσπαίροντα, Τ. 228· καὶ, ὁ μὲν λάε νεβρὸν ἀπάγχων, ἔβλεπε τὸν νεβρὸν ἐνῷ τὸν ἔπνιγεν, αὐτόθ. 230. - ὁ Ἀρίσταρχ. ὅμως ἡρμήνευε διὰ τοῦ ἀπολαυστικῶς ἔχων, ὁ Σχολ. διὰ τοῦ ἀπολαυστικῶς ἐσθίων, κατατρώγων ἀπλήστως· καὶ ὁ Gurt. ἀκολουθεῖ τούτοις θεωρῶν τὸ λάω (λάϝω) ὡς τὴν ῥίζαν τοῦ ἀπολαύω. - Ἀλλ’ οὕτω μένει τὸ ἀλαὸς ἀνεξήγητον, καὶ ὁ ποιητὴς δὲ τοῦ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. (οὐδέ κεν αὐτὸν αἰετὸς ὀξὺ λάων ἐσκέψατο, 360) πρέπει νὰ μετεχειρίσθη τὸ λάω ὡς = βλέπω. - Καθ’ Ἡσύχ. «λάων· οἱ μὲν βλέπων, ἐξ οὗ καὶ λαὸς ὁ βλέπων· ἀλαὸς γὰρ ὁ μὴ βλέπων...»

French (Bailly abrégé)

1seul. prés. λῶ, λῇς, λῇ, λῶμες, λῆτε, λῶντι ; sbj. 2ᵉ sg. λῇς ; inf. λῆν;
mot dor.
vouloir.
Étymologie: R. *Ϝλάω, de la R. Ϝλη, vouloir = lat. vel-le.
2seul. part. prés. λάων et impf. 3ᵉ sg. λάε;
regarder, voir.
Étymologie: R. ΛαϜ, jouir de ; cf. ἀπολαύω.

English (Autenrieth)

part. λάων, ipf. λάε: doubtful word, ‘bury the teeth in,’ of a dog strangling a fawn, Od. 19.229 f.

Greek Monolingual

(I)
λάω (Α)
1. (λ. αμφβλ. ερμ.) βλέπω ή, κατ' άλλους, αρπάζω, συλλαμβάνω, ή, κατ' άλλους, τρώγω με απόλαυση (α. «κύων ἔχε ποικίλον ἐλλόν, ἀσπαίροντα λάων» — ο σκύλος κρατούσε το μικρό πολύχρωμο ελάφι: i. βλέποντάς το να σπαράζει
ii. αρπάζοντάς το καθώς σπάραζε
iii. [[[κατά]] τον Αρίσταρχο] τρώγοντάς το με απόλαυση ή απολαμβάνοντάς το καθώς αυτό σπάραζε, Ομ. Οδ.
β. «ὁ μὲν λάε νεβρὸν ἀπάγχων»
i. έβλεπε το μικρό ελάφι καθώς το έπνιγε
ii. άρπαζε το μικρό ελάφι πνίγοντάς το
iii. [[[κατά]] τον Αρίσταρχο] έτρωγε με απόλαυση το μικρό ελάφι αφού το έπνιξε, Ομ. Οδ.
γ. «οὐδέ κεν αὐτὸν αἰετὸς ὀξὺ λάων ἐσκέψατο», Υμν. Ερμ.
δ. «λάετε
σκοπεῑτε, βλέπετε», Ησύχ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «λάε
ἐψόφησεν, οἱ δὲ ἐφθέγγετο».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται ετυμολογικά για ένα ή περισσότερα ρήματα, μια και εμφανίζει διάφορες σημ.: 1): βλέπω
2) τρώγω με απόλαυση
3) κραυγάζω. Η λ. με τη σημ. «βλέπω» συνδέεται πιθ. με το επίθ. αλαός «τυφλός» και με αρχ. ινδ. lasati «λάμπω». Κατ' άλλη άποψη, η μτχ. λάων, με τη σημ. «κραυγάζω δυνατά», προήλθε από μτχ. παρακμ. λε-λη-λώς (πρβλ. λάσκω)].———————— (II)
λάω (Α)
βλ. λω.