λύχνος
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
English (LSJ)
ὁ, pl.
A λύχνοι Batr.180, Ar.Eq.1315, Antiph.70,152, PPetr.2p.72 (iii B. C.): freq. also λύχνα, Hdt.2.62,133, E.Cyc.514 (lyr.), Call.Hec.1.4.11, etc., prob. in Alc.41.1. (Fr. λυκ-sno-, cf. Λύκη):—portable light, lamp, χρύσεος λ. Od.19.34; λύχνα καίειν, ἀνάπτειν, light lamps, Hdt. ll. cc.; ἅπτε, παῖ, λ. Ar.Nu.18; λύχνους ἅπτειν to have an illumination, Arr.Epict.2.17.37; λύχνους ἀποσβέσαι Ar.Pl.668; λ. ἀπεσβήκει had been put out, Pl.Smp.218b; περὶ λύχνων ἁφάς about lamp-lighting time, i. e. towards nightfall, Hdt.7.215, D.S.19.31; πάννυχος λ. παρακαίεται lamps are kept burning all night, Hdt.2.130; καύσεις λύχνων Sammelb.1161.14 (i B. C.); ἔλαιον ἡμῖν οὐκ ἔνεστ' ἐν τῷ λύχνῳ Ar.Nu.56; cf. κεράτινος. 2 in pl., οἱ λύχνοι or τὰ λύχνα the lamp-market, οὑκ τῶν λ. ib.1065. II a fish, Str. 17.2.4, Hsch.; cf. Lat. lucerna, Plin.HN9.82.
German (Pape)
[Seite 74] ὁ (λυκη, S. Emp. adv. gramm. 243 ἀπὸ τοῦ λύειν τὸ νύχος), Leuchte, Leuchter, Lampe; χρύσεος, Od. 19, 34, aus welcher Stelle hervorgeht, daß der λύχνος tragbar ist, nicht wie der λαμπτήρ feststeht, ἔλαιον ἡμῖν οὐκ ἔνεστ' ἐν τῷ λύχνῳ, Ar. Nubb. 156; λύχνον ἅπτειν, 18; oft auch ἀνάψαι, Anacr. 13, 15; λύχνος ἡμμένος, Thuc. 4, 133; λύχνον καίειν, Matth. 5, 15; auch sprichwörtlich, λύχνον ἐν μεσημβρίᾳ ἅπτειν, Diogen. 6, 27. – Ggstz ἀποσβεννύναι, Ar. Plut. 668; λύχνος ἀπέσβηκε, Plat. conv. 218 b; πάννυχος, Her. 2, 130; ὁ μὲν λύχνος διὰ τὸ λαμπρὰν φλόγα ἔχειν φῶς παρέχει Xen. Conv. 7, 4; περὶ λύχνων ἀφάς, um die Zeit, wo man Lichter anzündet, gegen Anfang der Nacht, Her. 7, 215. – Die Lampen wurden nach der Anzahl der Dochte, welche darin brannten, unterschieden (s. δίμυξος u. ähnliche). – Der plur. wurde auch λύχνα gebildet (s. unter λύχνον); neben λύχνους ἅψω, ἂν σωθῇς, ich werde illuminiren, Arr. Ep. 2, 17. – Bei Strab. XVII, 833 ein Fisch.
Greek (Liddell-Scott)
λύχνος: ὁ· πληθ. λύχνοι Βατραχομυομ. 179, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1315, Ἀντιφ. ἐν «Γάμῳ» 2, ὁ αὐτ. ἐν «Μετοίκῳ» 1· ἀλλ’ ὁ συνήθης τύπος τοῦ πληθ. εἶναι οὐδ. λύχνα Ἡρόδ. 2. 62, 133, Εὐρ. Κύκλ. 514, κτλ.· (ἴδε *λύκη)· - φῶς δυνάμενον νὰ μεταφέρηται, λύχνος, διαφέρον ἀπὸ τοῦ ἀκινήτου λαμπτῆρος, καθότι ὁ λύχνος ἐφέρετο ἐν τῇ χειρὶ ἢ ἐτίθετο ἐπὶ λυχνοστάτου (ἴδε λυχνεῖον, λυχνία, λυχνοῦχος), χρύσεος λ. Ὀδ. Τ. 34· λύχνα καίειν, ἀνάπτειν, Ἡρόδ., ἔνθ’ ἀνωτ.· ἅπτε, παῖ, λύχνον Ἀριστοφ. Νεφ. 18· ὡσαύτως, λύχνους ἅπτειν, ποιεῖν λυχναψίαν, φωταψίαν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 17, 37· λ. ἀποσβέσαι Ἀριστοφ. Πλ. 668· λ. ἀπεσβήκει, εἶχε σβεσθῆ, Πλάτ. Συμπ. 218Β· περὶ λύχνων ἁφάς, κατὰ τὴν ὥραν καθ’ ἣν ἀνάπτονται οἱ λύχνοι, δηλ. ὅταν ἀρχίζῃ νὰ νυκτώνῃ, Ἡρόδ. 7. 215· πάννυχος λ. παρακαίεται, διατηρεῖται καίων πλησίον δι’ ὅλης τῆς νυκτός, Ἡρόδ. 2. 130· ἔλαιον ἡμῖν οὐκ ἔνεστ’ ἐν τῷ λύχνῳ Ἀριστοφ. Νεφ. 56· πρβλ. κεράτινος. 2) ἐν τῷ πληθ., οἱ λύχνοι ἢ τά λύχνα, τὸ μέρος τῆς ἀγορᾶς ἔνθα ἐπωλοῦντο οἱ λύχνοι, αὐτόθι 1065.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pl. οἱ λύχνοι ou τὰ λύχνα;
lampe : περὶ λύχνων ἁφάς HDT à l’heure où l’on allume les lampes.
Étymologie: R. Λυκ, briller.