ἄγαλμα

From LSJ
Revision as of 14:28, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄγαλμα Medium diacritics: ἄγαλμα Low diacritics: άγαλμα Capitals: ΑΓΑΛΜΑ
Transliteration A: ágalma Transliteration B: agalma Transliteration C: agalma Beta Code: a)/galma

English (LSJ)

ατος, τό, acc. to Hsch. πᾶν ἐφ' ᾧ τις ἀγάλλεται,

   A glory, delight, honour, Il.4.144, etc.; κεφάλαισιν ἄνδρων ἀγάλματα (sc. λόφοι) Alc.15; χώρας ἄ., of an ode, Pi.N.3.13, cf. 8.16; of children, τέκνον δόμων ἄ. A.Ag.208; εὐκλείας τέκνοις ἄ. conversely, of a father, S.Ant.704; Καδμεΐας νύμφας ἄ., addressed to Bacchus, ib.1115; ματέρος ἄ. φόνιον, of slain sons, E.Supp.371; ἀγάλματ' ἀγορᾶς mere ornaments of the agora, Id.El.388, cf. Metagen.10.3; rare in Prose, Pl.Ti.37c.    2 pleasing gift, esp. for the gods, ἄ. θεῶν Od.8.509, of a bull adorned for sacrifice, ib.3.438; of a tripod, Hdt.5.60, al.; generally, = ἀνάθημα, IG1.37312a, etc.; Χάρης εἰμὶ . . ἄ. τοῦ Ἀπόλλωνος GDI5507 (Miletus); ἄνθηκεν ἄ. Simon.155; so, Ἑκάτης ἄ . . . κύων, because sacred to her, E.Fr.968, = Ar.Fr.594a; ἄ. Ἀΐδα, of a tombstone, Pi.N.10.67.    3 statue in honour of a god, Hdt.1.131, 2.42,46, Lys.6.15 (pl.):—τὸ τοῦ Διὸς ἄ., opp. εἰκόνες of men, Isoc. 9.57, cf. Michel545 (Phrygia, ii B.C.), etc.; as an object of worship, A.Th.258, Eu.55, S.OT1379, Pl.Phdr.251a:—sculpture, μήτε ἄ. μήτε γραφή Arist.Pol.1336b15.    4 statue (more general than ἀνδριάς, q.v.), Pl.Men.97d, etc.:—also, portrait, picture, ἐξαλειφθεῖσ' ὡς ἄ. E.Hel.262.    5 generally, image, τῶν ἀιδίων θεῶν Pl.Ti.37c; νεφέλης E.Hel.705; μητρός Trag.Adesp.126; Ἄρεως Polemo Call. 52:—expressed by painting or words, Pl.Smp.216e, cf. R.517d; hieroglyphic sign, Plot.5.8.6.

German (Pape)

[Seite 7] τό, bei Hom. πᾶν, ἐφ' ᾧ τις ἀγάλλεται, καὶ οὐχὶ τὸ ξάανον (Apoll. Lex. Hom. 6, 30 Scholl. Iliad. 4, 144 Odyss. 3, 274 u. 438. 4, 602), in der Ilias nur 4, 144 von einem Pferdeschmuck βασιλῆι δὲ κεῖται ἄγαλμα, in der Od. siebenmal, z. B, πολλὰ δ'ἀγάλματ' ἀνῆψεν, ὑφάσματά τε χρυσόν τε Od. 3, 274; ἄγαλμα θεῶν θελκτήριον Od. 8, 599, vom hölzernen Pferd; ein zum Opfer geschmückter Stier heißt so Od. 3, 438, ein Halsschmuck 18, 366; – χώρας, ein Mann, Pind. N. 3, 13; πατρός, ein Gesang. 8, 16. Statue ist es 5, 10. 67; Alcaeus nennt den Helm ἄγ. ἀνδρῶν, Athen. XIV, 627 b; Aesch. ἴπποι ἀγ. τῆς ὑπερπλούτου χλιδῆς Prom. 464; τέκνα. – δόμων Aa. 212. 721. Zierde und Freude, Eum. 881; Suppl. 89; θεῶν, Standblider, Eum. 35, wie Spt. 240. 247; Hopk. δαιμόνων ἱερὰ ἀγ. O. R. 1379; Bacchus, Καδμείας νύμφας ἀγ., 1102, ch.; εὐκλείας, Ruhmes Zierde, ibd. 699; Eur. διδυμογενὲς ἄγ. πατρίδος, Castor und Pollux, Hel. 207; θεῶν Alc. 613; so bes. seit Her. 8, 169 u. a. in Prosa, Standbilder der Götter als Gegenstand der Verehrung, z. B. Plat. Phaedr. 251 a; neben βωμοί u. ναοί, Legg. IV, 738 c; u. sonst, wie Xen. oft u. Pausan. Auch im Allgemeinen, Bildsäule, z. B. Δαιδάλου ἄγ. Plat. Men. 97 d; πάντες ὥσπερ ἄγ. ἐθεῶντο αὐτόν Charm. 154 d; von Gemälden, Legg. XII 956 b; obgleich von Statuen und Bildern der Menschen εἰκόνες und ἀνδριάντες die eigentlichen Ausdrücke bleiben; Ἑκάτης ἀγάλματα heißen Hunde, Ar. bei B. A. 336; vgl. Eur. bei Plut. Is. et Os. 71. Uebertr. nennt Plat. die Welt τῶν ἀϊδίων θεῶν ἄγ. Man vgl. Ruhnk. ad Tim. p. 4 u. Böckh. Inscr. I, p. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγαλμα: -ατος, τό, καθ’ Ἡσύχ. πᾶν ἐφ ᾧ τις ἀγάλλεται, τιμή, εὐφροσύνη, δόξα, Ἰλ. Δ, 144, κτλ. Οὕτως ἐν τοῖς ἀποσπ. τοῦ Ἁλκ. 15, οἱ ἵππειοι λόφοι λέγονται ἀγάλματα ταῖς κεφαλαῖς τῶν ἀνδρῶν, κεφάλαισιν ἄνδρων (μετὰ Αἰολ. τονισμοῦ) ἀγάλματα· καὶ ὁ Πίνδ. ἀποκαλεῖ τὴν ἑαυτοῦ ᾠδὴν χώρας ἄγαλμα, Ν. 3, 21, πρβλ. 8. 27· συχνάκις ἐπὶ παιδίων, τέκνον δόμων ἄγαλμα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 207· εὐκλείας τέκνοις ἄγ., δόξης στέφανος δι’ αὐτὰ (πρβλ. εὔκλεια), Σοφ. Ἀντ. 704· Καδμεΐας ἄγ. Νύμφας, περὶ τοῦ Βάκχου, αὐτ. 1116· ματέρος ἄγ. φόνιον, ἐπὶ σφαγέντων υἱῶν, Εὐρ. Ἱκ. 369, ἔνθα ἴδε Markl., ἀγάλματ’ ἀγορᾶς = ἁπλῶς κοσμήματα τῆς ἀγορᾶς (πρβλ. ἀγοραῖος ΙΙ. 3), Εὐρ. Ἠλ. 385, πρβλ. Μεταγέν. ἐν «Ὀμήρῳ ἢ Ἀσκηταῖς» 1. 2) δῶρον εὐχάριστον, μάλιστα διὰ τοὺς θεούς, ἄγ. θεῶν, Ὀδ. Θ, 509, πρβλ. Γ, 438, ἔνθα ταῦρος κεκοσμημένος πρὸς θυσίαν λέγεται ἄγαλμα· περὶ τρίποδος, Ἡρόδ. 5. 60, 61, 158, καὶ καθόλου, = ἀνάθημα, Ἐπιγραφ. ἀρχ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3. (ἴδε Böckh), 24, 150, καὶ ἀλλ.· ἄνθηκεν ἄγαλμα, Σιμωνίδ. 155, Χάρης εἰμί ... ἄγ. τῷ Ἀπόλλωνι, Ἐπιγραφ. ἐν Βραγχίδαις, Newton 779· οὕτως, Ἑκάτης ἄγαλμα ... κύων, ὡς ἱερὸς εἰς αὐτήν, Εὐρ. Ἀποσπ. 959, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 635. 3) ἄγαλμα (ὁμοίωμα) εἰς τιμὴν θεοῦ τινος, Ἡρόδ. 1. 131., 2. 42, 46, Λυσ. 104, 35· ὡς ἀντικείμενον λατρείας, Αἰσχύλ. Θ. 258, Εὐμ. 55, Σοφ. Ο. Τ. 1379. Πλάτ. Φαῖδρ. 251Α· - ἔργον γλυπτικῆς, μήτε ἄγ. μήτε γραφή, Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 10· - ἀλλὰ τό, ἄγ. Ἀΐδα, παρὰ Πινδ. Ν. 10, 125, εἶναι ὁ πρὸς τῇ κεφαλῇ λίθος τοῦ τάφου ὁ καλούμενος στάλα ἐν τῷ παραλλήλῳ χωρίῳ τοῦ Θεοκρ., 22. 207. 4) ἀκολούθως ἐν γένει = ἀνδριάς, πᾶν εἶδος ἀγάλματος, Πλάτ. Μένων 97D: ἢ εἰκών, ἐξαλειφθεῖσ’ ὡς ἄγαλμα, Εὐρ. Ἑλ. 262· πρβλ. Α. Β. 82, 324, 334. 5) τέλος πᾶν ὁμοίωμα παριστώμενον διὰ γραφῆς ἢ διὰ λόγου, Πλάτ. Τίμ. 529C. Συμπ. 216Ε. - Περὶ τῆς λέξ. ὅρα Ruhnk. Τίμ. Λεξ. Πλάτ. ἐν λέξ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ornement, parure, d’où
I. fig. en parl. de pers. : Νηρέως ἄγαλμα EUR enfants qui font la joie et l’orgueil de Nérée;
II. ouvrage travaillé avec art et offert à un dieu, d’où
1 offrande aux dieux;
2 image des dieux (statue, peinture);
III. p. ext.
1 statue, image qcque : ἀγάλματ’ ἀγορᾶς EUR de belles images qu’admire la foule sur la place publique;
2 groupe ou monument qcque : ὠδῖνος ἄγαλμα Δίας EUR le monument de l’enfantement du fils de Zeus en parl. du palmier de Délos que Latone entoura de ses bras dans les douleurs de l’enfantement.
Étymologie: ἀγάλλω.

English (Autenrieth)

(ἀγάλλομαι): anything in which one takes delight or pride, a ‘treasure,’ Il. 4.144; applied to votive offerings, Od. 3.274; a sacrificial victim, Od. 3.438; horses, Od. 4.602; personal adornments, Od. 18.300.

English (Slater)

ἄγαλμα (ἄγαλμα nom., voc., acc.; ἀγάλματα acc.),
   a glory, delight χαριέντα δ' ἕξει πόνον χώρας ἄγαλμα sc. ὕμνος (contra Wil., ἄγαλμα “ist die Jugend, welche singen soll, der Schmuck des Landes.”) (N. 3.13) ἱκέτας Αἰακοῦ σεμνῶν γονάτων ἅπτομαι φέρων Λυδίαν μίτραν καναχηδὰ πεποικιλμέναν, Δείνιος δισσῶν σταδίων καὶ πατρὸς Μέγα Νεμεαῖον ἄγαλμα (i. e. τὸν ποικίλον ὕμνον Σ.) (N. 8.16) εὐάρματε χρυσοχίτων ἱερώτατον ἄγαλμα, Θήβα (others assume Pindar to have some particular statue in mind.) fr. 195.
   b statue οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ, ὥστ' ἐλινύσοντα ἐργάζεσθαι ἀγάλματ ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ (N. 5.1)
   c monument ἔνθεν ἁρπάξαντες ἄγαλμ' Ἀίδα, ξεστὸν πέτρον i. e. tombstone (N. 10.67)