δημηγορικός
σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part
English (LSJ)
ή, όν,
A suited to public speaking, opp. δικανικός, X.Mem.1.2.48; προοίμια, title of work by Critias, Hermog. Id.2.11; popular, Pl.Grg.482e; δ. καὶ δικανικὴ σοφία Id.R.365d, etc.; λέξις Arist.Rh.1413b4: Comp. or Sup., ib.1418a1:—ἡ -κή (sc. τέχνη), = δημηγορία, Pl.Sph.222c; τὰ -κά Arist.Rh.1354b28. Adv. -κῶς Poll.4.26.
German (Pape)
[Seite 562] ή, όν, zum Volksredner gehörig, geschickt, Xen. Mem. 1, 2, 48; τέχνη, Plat. Soph. 222 c; σοφία, Rep. II, 365 d; λόγοι, Reden vor dem Volke, Arist. Nic. 10, 10; τὰ δημ. = ἡ δημηγορία, rhet. 1, 1. – Adv., Poll. 4, 26.
Greek (Liddell-Scott)
δημηγορικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος πρὸς δημοσίαν ἀγόρευσιν ἔχων τὴν πρὸς τοῦτο ἱκανότητα. Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 48· δ. σοφία Πλάτ. Πολιτ. 365D, κτλ.· λέξις Ἀριστ. Ρητ. 3. 12. 5· ἀντίθ. δικανικός, Ἀριστ. Νικ. 10, 10, Διόδ. Ἁλ. Δημ. 2· - ἡ δημηγορικὴ (ἐνν. τέχνη) = δημηγορία, Πλάτ. Σοφ. 222C· οὕτω, τὰ δημηγορικὰ Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui convient aux harangues publiques.
Étymologie: δημηγόρος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): δημογ- Eust.694.3
I 1ret. público, deliberativo, propio de la oratoria política esp. op. δικανικός ‘forense’ πειθοῦς διδάσκαλοι σοφίαν δημηγορικὴν καὶ δικανικὴν διδόντες Pl.R.365d, λέξις δ. Arist.Rh.1413b4, λόγοι δικανικοὶ καὶ δημηγορικοί Arist.EN 1181a5, cf. D.H.Dem.1.1, Amm.1.10.2, Th.55.1, ἔστιν δὲ τὰ μὲν παραδείγματα δημηγορικώτερα, τὰ δ' ἐνθυμήματα δικανικώτερα Arist.Rh.1418a2, Δημηγορικὰ προοίμια tít. de una obra de Critias, Hermog.Id.2.11 (p.402)
•subst. ἡ δ. (sc. τέχνη) la elocuencia deliberativa Pl.Sph.222c, τὰ δημηγορικά los discursos deliberativos Arist.Rh.1354b23
•gener. propio de o adecuado al discurso público δ. ἱμάτιον un manto apropiado para hablar en público Philostr.VS 619, δ. βῆμα D.C.56.34.4
•en mal sent. propio de un orador demagógico Pl.Grg.482e.
2 de pers. hábil orador público, que destaca como orador en la asamblea op. δικανικός X.Mem.1.2.48, cf. Smp.4.6.
II adv. -ῶς de un modo propio de la elocuencia deliberativa Poll.4.26.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α δημηγορικός, -ή, -όν) δημηγόρος
ο κατάλληλος για δημηγορία
(Πλάτ., Πολιτ.)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. η δημηγορική
η τέχνη του να αγορεύει κανείς δημόσια
2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δημηγορικά
η δημηγορία, η αγόρευση μπροστά στον λαό.