δίοπος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
(A) [ῑ], ὁ, (διέπω)
A ruler, commander, A.Pers.44 (anap.), E. Rh.741 (anap.); θεὸς δ. πάντων Ph.2.369, cf. 1.145. II captain of a ship, Hp.Epid.7.36, 5.74,EM18.28.
δίοπος (B) [ῐ], ον, (ὀπή)
A with two holes, φῶτες IG4.1488.46 (Epid.); αὐλοί Ath.4.176f.
German (Pape)
[Seite 634] (διέπω), ὁ, Gebieter, Befehlshaber; βασιλῆς Aesch. Pers. 44; στρατιᾶς Eur. Rhes. 741; in sp. Prosa, καὶ ἐπιστάτης Plut. Rom. 6. Bei Hippocr. = Schiffsaufseher, Supercargo, vgl. Harpocr. u. διοπτεύω. zweilöcherig; αὐλοί Ath. IV, 176 f; vgl. Poll. 4, 77.
Greek (Liddell-Scott)
δίοπος: ὁ, (διέπω) κυβερνήτης, διοικητής, Αἰσχύλ. Πέρσ. 44, Εὐρ. Ρήσ. 741. ΙΙ. ὁ ἐπιτετραμμένος τὴν φόρτωσιν πλοίου καὶ τὴν ἐπιτήρησιν τοῦ φορτίου, ἐπιστάτης κατὰ τὴν φόρτωσιν, φορτωτής, Ἐτυμ. Μ. 278, κτλ.· πρβλ. διοπεύω.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
surveillant ; chef ; particul. contremaître d’un navire.
Étymologie: διέπω.
2ος, ον :
percé de deux trous (flûte).
Étymologie: δίς, ὁπή.
Spanish (DGE)
-ον
de dos aberturas, αὐλός Ath.176f
•de una ventana doble o de dos luces δίοπα φώτα IG 4.1488.46 (Epidauro IV a.C.). < δίοπος διοπτάω > δίοπος, -ου, ὁ
1 jefe, gobernante gener. sin la autoridad máxima, de unos sátrapas βασιλῆς δίοποι A.Pers.44, cf. Fr.232
•comandante δίοποι στρατιᾶς E.Rh.741
•administrador ἐπιστάται δὲ καὶ δίοποι βασιλικοὶ καὶ ἀγελάρχαι Plu.Rom.6
•de la divinidad ὁ δ. καὶ κυβερνήτης τοῦ παντὸς λόγος θεῖος Ph.1.145, cf. 2.369.
2 cierto inspector de un barco c. responsabilidades no determinadas τῷ ἐκ τοῦ μεγάλου πλοίου διόπῳ Hp.Epid.5.74, 7.36, οἱ τῆς νεὼς φύλακες EM α 266, δ.· ναύαρχος· ἐπιστάτης Hsch.
•interpr. como διόπτης y en rel. c. la r. de ὄψομαι Hsch., cf. Poll.7.139, Ael.Dion.δ 26, Phot.δ 645.
• Etimología: Comp. de διά y de *sopo- que da lugar a mic. o-pa y a ἕπω q.u.
Greek Monolingual
(I)
ο (AM δίοπος) διέπω
νεοελλ.
ναυτ. κατώτερος βαθμοφόρος του πολεμικού ναυτικού αντίστοιχος του δεκανέα του στρατού ξηράς
αρχ.-μσν.
1. κυβερνήτης
2. κυβερνήτης πλοίου
3. αυτός που επιστατεί στη φόρτωση πλοίου και επιτηρεί το φορτίο.———————— (II)
δίοπος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο τρύπες («δίοποι αὐλοί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + οπή].