δάσκιος

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάσκῐος Medium diacritics: δάσκιος Low diacritics: δάσκιος Capitals: ΔΑΣΚΙΟΣ
Transliteration A: dáskios Transliteration B: daskios Transliteration C: daskios Beta Code: da/skios

English (LSJ)

ον, (δα-, δκιά)

   A thick-shaded, bushy, ὕλη Od.5.470, B.10.93, etc.; ὄρη E.Ba.218; γενειάς A.Pers.316, S.Tr.13.

German (Pape)

[Seite 523] sehr schattig, schattenreich, von σκιά und δα – = ζα – = διά, vgl. δαφοινός. Bei Homer zweimal: δάσκι ος ὕλη Versende Iliad 15, 273, δάσκιον ὕλην Versende Odyss. 5, 470. – Folgende: ὄρη Eur. Bacch. 218; Ar. Th. 998; übertr., dicht, γενειάς Aesch. Pers. 316; Soph. Tr. 13.

Greek (Liddell-Scott)

δάσκῐος: -ον, (δα-, σκιὰ) πυκνόσκιος, θαμνώδης, δρυμώδης, δασώδης, ὕλη Ὀδ. Ε. 470, κτλ.· ὄρη Εὐρ. Βάκχ. 218· ἐπὶ πώγωνος, Αἰσχ. Πέρσ. 316, Σοφ. Τρ. 13· πρβλ. δαυλός.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 aux ombrages épais (forêt);
2 p. anal. couvert de barbe.
Étymologie: δα-, σκιά.

English (Autenrieth)

(σκιά): thick-shaded, Il. 15.273 and Od. 5.470.

English (Slater)

δάσκιος
   1 shady δασκίοις Φλειοῦντος ὑπ' ὠγυγίοις ὄρεσιν (N. 6.43) ἐν δασκίοισιν πατήρ fr. 177e. ]δασκιον[ P. Oxy. 2445. fr. 12.

Spanish (DGE)

-ον
de espesas sombras, umbrío, tupido, espeso ὕλη Od.5.470, B.11.93, Mosch.5.7, Opp.C.2.73, 530, 3.391, 4.1, Colluth.193, 224, 356, Nonn.D.10.175, 20.279, cf. Hsch., ὄρη Semon.13.1, Pi.N.6.43, Ar.Th.997, E.Ba.218, γενειάς A.Pers.316, S.Tr.13, cf. AP 15.24.2 (Simm.), ἕλος A.R.2.1283, Ἴδη Triph.324, ἄλσος AP 9.669 (Marian.), IG 5(1).455.1, οὔρεα Epigr.Anat.25.1995.66 (Bitinia II a.C.)
fig. sombrío, oscuro πραπίδων δάσκιοι ... πόροι A.Supp.94, κατὰ δάσκιον ὄψιν bajo el aspecto sombrío (a causa de la barba) AP 11.368 (Iul.Antec.). • DMic.: da-zo (?).

• Etimología: De δα-σκιος, c. el prefijo aumentativo δα- (alteración de eol. ζα- < δια-), que aparece en δαφοινός y quizá en δασπλῆτις qq.u., o quizá de δασυ-σκ- c. haplol.; para el segundo término, cf. σκιά.

Greek Monolingual

δάσκιος, -ον (Α)
1. με πυκνή σκιάδάσκιος ὕλη» — σκιερό, πυκνό δάσος)
2. δασώδης («δάσκια ὄρη»)
3. (για τα γένια) «δάσκιον γενειάδα» — τα μακριά, πυκνά του γένια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για σύνθετη λ. με α' συνθετικό το επιτατικό πρόθεμα δα- και β' συνθετικό τη λέξη σκιά.