ὁμοίως
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
French (Bailly abrégé)
semblablement, pareillement, de même que, dat. ou avec ὡς, ὥσπερ, καί.
Étymologie: ὅμοιος.
English (Slater)
1 similarly καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν (O. 8.56) ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως (Leutsch e Σ, ὁμοίως ὥσπερ καὶ σύ: ὅμως ὦν codd. nonnulli, om. cett.: just as well, Bundy, 1. 18) (O. 11.10) τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι (P. 8.6) τοῖς (sc. ἡττηθημένοις) οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη sc. as there is for you (P. 8.83) “ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντ” (P. 9.40) ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν (P. 9.78) τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πάνθ' ὁμῶς (N. 1.53) πλαγίαις δὲ φρένεσσιν οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ (sc. ὄλβος) (I. 3.6) θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες (I. 7.42)
English (Strong)
adverb from ὅμοιος; similarly: likewise, so.
English (Thayer)
(ὅμοιος), adverb (from Pindar, Herodotus down), likewise, equally, in the same way: Tr marginal reading brackets ὁμοίως); L T Tr WH; R G L Tr marginal reading; ὁ μισῶ); ὁμοίως καί, ὁμοίως δέ καί); R G L; R G; ὁμοίως μέντοι καί, ὁμοίως δέ καί, R G (where T omits; L brackets δέ καί; Tr brackets δέ; WH omits δέ and brackets καί); L brackets δέ), 4; L Tr marginal reading in R T Tr text WH ὁμοίως τέ καί; cf. Fritzsche, Romans , i., p. 77; (Winer s Grammar, 511 (531); Buttmann, § 149,8); ὁμοίως preceded by καθώς, Luke 6:31.