ἀρωγός

From LSJ
Revision as of 12:18, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_7)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρωγός Medium diacritics: ἀρωγός Low diacritics: αρωγός Capitals: ΑΡΩΓΟΣ
Transliteration A: arōgós Transliteration B: arōgos Transliteration C: arogos Beta Code: a)rwgo/s

English (LSJ)

[ᾰ], όν, (ἀρήγω)

   A aiding, succouring, propitious, τινί Pi.O.2.49, A.Eu.289: abs., Id.Pr.997, S.OT206 (lyr.):—rare in Prose, beneficial, medically, Hp.Aër.10; ἔλαιον . . ταῖς θριξὶ ἀ. Pl.Prt.334b.    2 c. gen., serviceable, useful towards a thing, ἀρωγὰ τῆς δίκης ὁρκώματα A.Eu.486; γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας serviceable in sea-craft, S.Aj. 357; δίψους ἀ. against thirst, Antiph.150; πόνων Luc.Trag.54: with Preps., ἐπὶ ψευδέσσι Il.4.235; πρός τι Th.7.62: and c. dat., ῥίζας ἐχίεσσιν ἀ. serviceable against, Nic. Th.636.    II as Subst., helper, esp. in battle, ὅσοι Δαναοῖσιν ἀρωγοί Il.8.205, etc.; also, defender before a tribunal, advocate, ib.18.502; ἀρωγοὺς ξυνδίκους θ' ἥξω λαβών A.Supp.726.

German (Pape)

[Seite 368] όν, beistehend, schützend, hülfreich, τινί, z. B. θάλος ἀρ. δόμοις Pind. Ol. 2, 49; βέλεα ἀρ. Soph O. R. 206; neutr., Aesch. Prom. 999; Eum. 464; Soph. El. 454; γένος ναΐας τέχνας ἀρ., behülflich bei, Ai. 850; die Flasche heißt δίψας ἀρωγός Antiphan. Poll. 10, 73. Häufiger subst., Helfer, Beistand; so immer Hom., Iliad. 4, 235. 8, 205. 18, 502. 21, 371. 428 Od. 18, 232. Seltener in Prosa, ταῖς θριξίν Plat. Prot. 534 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρωγός: -όν, (ἀρήγω) ὁ βοηθῶν, ἐπικουρῶν, ὁ εὐνοϊκός, ὑπηρετικός, χρήσιμός, τινι Πινδ. Ο. 2. 81, Αἰσχύλ. Εὐμ. 289· ἀπολ., ὁ αὐτ. Πρ. 997, Σοφ. Ο. Τ. 206: ― σπάν. παρὰ πεζοῖς, ὠφέλιμος, ἰατρικῶς, Ἱππ. Π. Ἀέρ. 288· ἔλαιον... ταῖς θριξὶν ἀρ. Πλάτ. Πρωτ. 334Β. 2) μετὰ γεν. ὠφέλιμος, χρήσιμος πρός τι, βοηθητικός, ἀρωγὰ τῆς δίκης ὁρκώματα Αἰσχύλ. Εὐμ. 486· γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας, ὠφέλιμον, χρήσιμον εἰς θαλασσινὰ ἔργα, Σοφ. Αἴ. 357· ὡσαύτως, δίψους ἀρωγὸν Ἀντιφάν. ἐν «Μελεάγρῳ» 1· ὤμοι ἀρωγόν, ὦ τρίτου ποδὸς μοῖραν λελογχὸς βάκτρον Λουκ. Τραγωδοποδ. 54: ― οὕτω καί, οὐ γὰρ ἐπὶ ψευδέσσι πατὴρ Ζεὺς ἔσσετ’ ἀρωγός, «οὐ γὰρ ἐπιβοηθήσει ὁ Ζεὺς τοῖς ψεύσταις» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 235· πρός τι Θουκ. 7. 62· καὶ μετὰ δοτ. ἐχίεσσιν ἀρ. Νικ. Θ. 636. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., καὶ οὕτως ἀείποτε παρ’ Ὁμήρῳ, σημαίνει, βοηθόν, ἐπίκουρον, ἰδίως ἐν μάχῃ· ἐπίσης, συνήγορον, ὑπερασπιστὴν ἐνώπιον δικαστηρίου, λαοὶ δ’ ἀμφοτέροισιν ἐπήπυον, ἀμφὶς ἀρωγοὶ Ἰλ. Σ. 502.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui vient en aide : τινι à qqn ; ὁ ἀρωγός auxiliaire, défenseur (dans un combat devant un tribunal) ; en gén. secourable : τινος ESCHL, πρός τι THC, ἐπί τινι IL contre qqn ou qch;
2 vengeur.
Étymologie: ἀρήγω.

English (Autenrieth)

(ἀρήγω): helper, advocate, Od. 18.232, Il. 18.502.

English (Slater)

ᾰρωγός
   1 succouring c. dat. ΘέρσανδροςἈδραστιδᾶν θάλος ἀρωγὸν δόμοις (O. 2.45)

Spanish (DGE)

-όν

• Prosodia: [ᾰ]

• Morfología: [frec. pred. y subst.]
1 de pers. partidario, amigo ἐμοὶ δ' οὐκ εἰσὶν ἀρωγοί Od.18.232, σπανίσμεθ' ἀρωγῶν A.Pers.1024, cf. Colluth.175
abogado, defensor λαοὶ δ' ἀμφοτέροισιν ἐπήπυον, ἀμφὶς ἀρωγοί Il.18.502, ἐγὼ δ' ἀρωγοὺς ξυνδίκους θ' ἥξω λαβών A.Supp.726.
2 gener., esp. de dioses auxiliador, protector, defensor c. dat. ὅσοι Δαναοῖσιν ἀρωγοί Il.8.205, cf. S.Ph.1217, Τρώεσσιν Il.21.371, 428, θάλος ἀρωγὸν δόμοις Pi.O.2.49
c. gen. πόρεισιν ἐλπίδων ἔτι κοινοτόκων ... ἀρωγοί S.El.454, cf. 859, χηρῶν, ὀρφανῶν ... [ταλαι] πόρων ἀρωγός MAMA 8.121 (Licaonia IV d.C.?)
c. dat. y prep. ἐπὶ ψεύδεσσι πατὴρ Ζεὺς ἔσσετ' ἀ. Il.4.235, ἐν κακοῖς S.OT 127, ἐν πόνοις E.Rh.638
abs. καλῶ ... Ἀθηναίαν ἐμοὶ μολεῖν ἀρωγόν A.Eu.289, cf. Ch.376, S.Ai.835, OC 1286, A.R.4.839, ἀρωγὸν ἔπεμπεν Ὁρτήσιον Plu.Sull.19, cf. 2.758b.
3 auxiliar, útil c. gen. obj. ἀρωγὰ τῆς δίκης ὁρκώματα A.Eu.486, γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας de los marineros, S.Ai.356
abs. εἴ σοι ταῦτ' ἀρωγὰ φαίνεται A.Pr.997, τάδε ἐμοί τ' ἀρωγά S.El.462, βέλεα ἀρωγά S.OT 206.
4 de cosas, en sent. medic. o fig. útil, beneficioso, práctico para c. dat. ἔλαιον ἀρωγὸν ταῖς θριξί Pl.Prt.334b, c. prep. y ac. ἃ δὲ ἀρωγὰ ἐνείδομεν ... πρὸς τὸν μέλλοντα ὄχλον τῶν νεῶν lo que nos pareció útil para la próxima avalancha de naves Th.7.62
útil, beneficioso contra c. gen. δίψους Antiph.150, λοιμικῶν τοξευμάτων Lyc.1205, τῶν τῆς ψυχῆς νόσων Ph.1.52, κακῶν Man.1.195, πόνων Luc.Trag.54
tb. c. dat. ῥίζας ... ὀφίεσσιν ἀρωγούς Nic.Th.636, cf. Gal.11.95
subst. ἡ ἀ.: τήν τ' ἐπινωτίδιον βροχετῶν ῥακόεσσαν ἀρωγόν la protección harapienta contra las lluvias llevada a la espalda, AP 6.21.3.