οὐτάω
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
3sg.
A οὐτᾷ A.Ch.640 (lyr.); Ep. imper. οὔτᾰε Od.22.356: fut. οὐτήσω Nonn.D.21.37: aor. οὔτησα Il.11.260; Ion. οὐτήσασκε 22.375 :—Pass., aor. part. οὐτηθείς 8.537.—As pres. and impf. Hom. uses οὐτάζω, Act. and Pass., Il.20.459, 7.273, al. (so E.Fr.176): hence fut. οὐτάσω Id.Rh.255 (lyr.): aor. οὔτᾰσα Il.7.258, E.HF199: pf. Pass. οὔτασται Il.11.661; part. οὐτασμένος Od.11.536, A.Ag.1344.— Also (as if from οὔτημι) 3sg. Ep.aor. οὖτᾰ Il.4.525, 11.491, 13.561, etc.; inf. οὐτάμεναι 21.68, al., οὐτάμεν 5.132,821; part. (in pass. sense) οὐτάμενος 11.659, 17.86, Od.11.40, Hes.Sc.363; Ion. Iterat. οὔτασκε Il.15.745 (cf. ἀν-, νε-ούτατος):—Ep. Verb, used sts. in Trag. (never by S.), wound, hurt, hit with any kind of weapon, οὖτα δὲ δουρί Il.4.525, cf. 11.260, al.; οὐ. ἔγχεϊ 21.402; χαλκῷ 12.427; but prop. opp. βάλλω (q. v.), wound by striking or thrusting, 11.659, etc.: which is more fully expressed by σχεδὸν οὔτασε, 5.458; αὐτοσχεδὸν οὐτάζοντο 7.273; αὐτοσχεδίην οὐτασμένος Od.11.536: mostly with acc. of pers. or part wounded, c. dupl. acc., Κύπριδα . . οὔτασε χεῖρα Il.5.458; Ληόκριτον οὖτα . . κενεῶνα Od.22.294; also οὐ. τινὰ κατὰ χρόα, κατ' ἰσχίον, κατ' ἀσπίδα, etc., Il.12.427 (Pass.), 11.338,434, al.: more rarely c. acc. rei, σάκος οὔτασε δουρί pierced the shield, 7.258, al., cf. Hes.Sc.363 (Pass.): c. acc. cogn., ἕλκος, ὅ με βροτὸς οὔτασεν ἀνήρ the wound which a man struck me withal, Il.5.361: hence κατ' οὐταμένην ὠτειλήν by the wound inflicted, 14.518; so also τὸ ξίφος διανταίαν [πληγήν] . . οὐτᾷ A.Ch.640 (lyr.). 2 sts. generally, wound, like βάλλω, πυρί with lightning, E.Hipp.684; τοξεύμασιν Id.HF199, cf. Opp.H.2.372.
German (Pape)
[Seite 420] οὐτήσω, = Vorigem; μηδέ τι τοῦτον ἀναίτιον οὔταε χαλκῷ, Od. 22, 356; οὔτησε ξυστῷ, 4, 469; κατ' ἀσπίδα, 11, 434, öfter; κείσεται οὐτηθείς, Il. 8, 537; ξίφος διανταίαν οὔτα, Aesch. Ch. 631; Hom. hat uoch die Iterativformen οὔτασκε u. οὐτήσασκε, Il. 15, 745. 22, 375; u. von einem aor. syncop. οὖτα, er verwundete, 15, 746 u. öfter, u. den inf. οὐτάμεναι, 21, 68 Od. 9, 301, wie οὐτάμεν, 5, 132, u. med. in passiver Bdtg οὐτάμενοι, verwundet, neben βεβλημένοι, Il. 11, 659. 16, 24, von Personen; aber auch κατ' οὐταμένην ὠτειλήν, 14, 518, durch die geschlagene Wunde.
Greek (Liddell-Scott)
οὐτάω: γ΄ ἑνικ. οὐτᾷ Αἰσχύλ. Χο. 640, Ἐπικ. προστ. οὔτᾰε Ὀδ. Χ. 356· Ἰων. παρατ. οὔτασκε Ἰλ. Ο. 745· μέλλ. οὐτήσω Νόνν· ἀόρ. οὐτηθεὶς Θ. 537. - Ὡς ἐνεστ. ὁ Ὅμ. χρῇται τῷ ἰσοδυνάμῳ τύπῳ οὐτάζω, ἐνεργ. καὶ παθ. (οὕτως Εὐρ. ἐν Ἀποσπ. 176)· ἐντεῦθεν μέλλ. οὐτάσω Εὐρ. Ρῆσ. 255· ἀόρ. οὔτᾰσα Ἰλ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 199· παθ. πρκμ. οὔτασται Ἰλ. Λ. 661, μετοχ. οὐτασμένος Ὀδ. Λ. 536, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1344. - Ὑπάρχουσιν ὡσαύτως (ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. οὔτημι) γ΄ ἑν. Ἐπικ. ἀορ. οὖτᾰ, Ἰλ. Δ. 525, Ν. 192, 561, κτλ.· ἀπαρ. οὐταμεναι, Φ. 68, κτλ.· ἢ οὐτάμεν, Ε. 132, 821· μετοχ. (ἐπὶ παθ. σημασ.) οὐτάμενος, Λ. 659, Ρ. 86, Ὀδ. Λ. 40· (πρβλ. ἀν-, νεούτᾰτος). Ἐπικ. ῥῆμ., ἐν χρήσει ἐνίοτε παρὰ Τραγ. (οὐδέποτε παρὰ Σοφ.), πλήττω, κτυπῶ δι’ ἀγχεμάχου ὅπλου, τιτρώσκω, τραυματίζω, οὖτα δὲ δουρὶ Ἰλ. Δ. 525· οὕτως, οὐτ. ἔγχεϊ, χαλκῷ, κτλ.· - ἀλλὰ κυρίως ἀντίθετ. τῷ βάλλω (ὃ ἴδε), κτυπῶ διὰ τῆς χειρὸς καὶ τραυματίζω, Λ. 659, 826, κτλ.· - ὅπερ ἐκφέρεται πληρέστερον διὰ τοῦ σχεδὸν οὔτασε, Ε. 458· αὐτοσχεδὸν οὐτάζοντο Η. 273· αὐτοσχεδίην οὐτασμένος Ὀδ. Λ. 536· τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. τοῦ προσώπου ἢ του τρωθέντος μέρους μετὰ διπλῆς αἰτ., Κυπρίδα... οὔτασε χεῖρα Ἰλ. Ε. 458· Λειώκριτον οὖτα… κενεῶνα Ὀδ. Χ. 294· ὡσαύτως, οὐτ. τινα κατὰ χρόα, κατὰ ὦμον, κατ’ ἀσπίδα κτλ.· σπανιώτερον ἔτι μετ’ αἰτ. πράγμ., σάκος οὔτασε δουρί, διετρύπησε τὴν ἀσπίδα, Ἰλ. Η. 258, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἡρ. 363· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., λίην ἄχθομαι ἕλκος, ὅ με βροτὸς οὔτασεν ἀνήρ, «πάνυ πιέζομαι ὑπὸ τοῦ τραύματος, ὅ με ἔτρωσεν ἀνὴρ θνητὸς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ε. 361· ἐντεῦθεν, κατ’ οὐταμένην ὠτειλήν, διὰ τοῦ διὰ τῆς τρώσεως γενομένου τραύματος, Ξ. 518. οὕτω καί, τὸ ξίφος διανταίαν [πληγήν].. οὐτᾷ Αἰσχύλ. Χο. 640. 2) ἐνίοτε καθόλου, τιτρώσκω, ὡς τὸ βάλλω, διὰ κεραυνοῦ, Εὐρ. Ἱππ. 684· διὰ βελῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 199· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 373. (Ἐκ. τοῦ οὐτάω πιθ. παράγεται τὸ ὠτειλή).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. οὐτήσω, ao. οὔτησα, pf. inus.
Pass. ao. οὐτήθην;
c. οὐτάζω;
Moy. οὐτάομαι-ῶμαι (part. ao.2 irrég. οὐτάμενος, η, ον au sens Pass.) être blessé : οὐταμένη ὠτειλή IL blessure faite ou reçue.
Étymologie: cf. ὠτειλή.
English (Autenrieth)
imp. οὔταε, ipf. οὔταζον, aor. οὔτασα, οὔτησα, iter. οὐτήσασκε, aor. 2 οὖτα, iter. οὔτασκε, inf. οὐτάμεν(αι), pass. ipf. οὐτάζοντο, perf. οὔτασται, part. οὐτασμένος and, with irreg. accent, οὐτάμενος: stab, wound by cutting or thrusting (αὐτοσχεδίην, αὐτοσχεδόν), thus opp. to βάλλειν, hit with a missile, Il. 11.659, ; ἕλκος, ‘inflict’ a wound, Il. 5.361; hence οὐταμένη ὠτειλή, Ξ , Il. 17.86.