προσδέομαι

From LSJ
Revision as of 18:12, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source

German (Pape)

[Seite 755] (s. δέομαι), noch dazu ermangeln, Mangel leiden, an Etwas, τινός; dah. noch dazu bedürfen, bitten, erbitten, τινός τι, Etwas von Einem, Her. 6, 35. 8, 144; τινός, c. inf., 8, 40; u. mit dem acc. c. inf., 6, 41. 100; auch mit dem doppelten gen. der Person u. der Sache, Einen wiederholt, noch einmal um Etwas bitten, 5, 40; πᾶσαι τέχναι προσδέονται ἀδολεσχίας, Plat. Phaedr. 269 d; Gorg. 450 d u. öfter; οὐ τοῦ λυπήσοντος προσδεήσονται, Men. 247 a; selten auch impers., οὐκοῦν σοι δοκεῖ πολλῆς προμηθείας προσδεῖσθαι, ὅπως μὴ λήσει τις, Alc. II, 138 b; πόσου προσδεῖται, Xen. Mem. 3, 6, 13; ἔτι ταῦτα μαντείας προσδεῖται, Aesch. 1, 76; ὧν ὑμεῖς προσεδεῖσθε, Xen. An. 7, 6, 27; τί, Cyr. 1, 3, 17; Folgde, wie Pol., ἑνὸς προσδεῖται τὰ πράγματα, 3, 109, 5, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσδέομαι: Δωρ. ποτιδεύομαι Θεόκρ. 5. 63· μέλλ. -δεήσομαι· ἀόρ. -εδεήθην· ἀποθετ. Ἔχω χρείαν τινὸς προσέτι, τινος Θουκ. 1. 102., 2. 41, Λυσί. 153. 40, Πλάτ. Φίληβ. 63C, κτλ.· μετ’ οὐδετ. ἐπιθέτ., ἤν... τι προσδέωμαι Ξεν. Κύρ. 1. 3, 17· μετ’ ἀπαρ. τοῦ ἱεροῦ προεστάναι οὐδὲν πρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 4, 35· ― ἐπιθυμῶ πολύ, τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἀν, 5. 9, 24· ― λίαν σπάνιον ἐν τῷ ἐνεργ., εἰ μὴ ἐν τῷ ἀπροσώπῳ τύπῳ ἴδε προσδέω (Β). 2) σπανίως ἀπροσώπως ὡς τὸ προσδεῖ, Πλάτ. Δημόδ. 384Β, Ἀλκ. 2. 138Β, Ξεν. Ἀγησ. 1, 5. ΙΙ. ἐπαιτῶ, παρακαλῶ ἢ ζητῶ παρά τινος, τί τινος Ἡρόδ. 6. 35· οὐδὲν τῶν ἐκεῖνος ἡμέων προσεδέετο (ὅ ἐστι, οὐδὲν τούτων ἅ...) ὁ αὐτ. 8. 144. πρβλ. 3. 77· σπανίως ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, μετὰ γενικ. πράγματος, γυναικὸς οὐ προδεόμεθά σευ τῆς ἐξέσιος ὁ αὐτ. 5. 40· ― μετ’ αἰτιατ. προσώπ. καὶ ἀπαρεμφ., ἱκετεύω τινὰ νὰ πράξῃ τι, ὁ αὐτ. 1. 36., 6. 41· μετὰ γεν. προσ. καὶ ἀπαρ., παρακαλῶ τινα νὰ πράξῃ τι, ὁ αὐτ. 8. 40.

French (Bailly abrégé)

v. προσδέω².

English (Strong)

from πρός and δέομαι; to require additionally, i.e. want further: need.

English (Thayer)

deponent passive, to want besides, need in addition, (cf. πρός, IV:2): προσδεόμενός τίνος, quom nullius boni desideret accessionem (Erasmus) (A. V. as though he needed anything), Xenophon, Plato, and following; the Sept.; (in the sense to ask of, several times in Herodotus).)